DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing καταφύγιο | all forms
GreekFrench
αλιευτικό καταφύγιοréserve de pêche
δασικό καταφύγιο βιολογικής αξίαςréserve biologique forestière
εθνικό αλιευτικό καταφύγιοréserve nationale de pêche
ευρωπαϊκό φυσικό καταφύγιοréserve naturelle européenne
θαλάσσιο καταφύγιοréserve marine
κατάλυμα/κέντρο περίθαλψης/κλωβός/καταφύγιο/υπόστεγοabri
καταφύγιο άγριων ζώων αγριμιώνzone de silence
καταφύγιο άγριων ζώων αγριμιώνsanctuaire faunique
καταφύγιο άγριων ζώωνsanctuaire faunique
καταφύγιο έκτακτης ανάγκηςhabitat d'urgence
καταφύγιο έκτακτης ανάγκηςabri d'urgence
καταφύγιο αποδημητικών πουλιώνrefuge des oiseaux migrateurs
καταφύγιο αποδημητικών πτηνώνrefuge des oiseaux migrateurs
καταφύγιο ζώωνgîte animal
καταφύγιο ζώωνabri pour animaux
καταφύγιο μεταναστευτικών πουλιώνrefuge des oiseaux migrateurs
καταφύγιο μεταναστευτικών πτηνώνrefuge des oiseaux migrateurs
καταφύγιο/νησίδαrefuge de montagne
καταφύγιο/νησίδαzone de refuge
καταφύγιο/νησίδαcentre d'accueil
καταφύγιο πτηνώνrefuge des oiseaux
καταφύγιο ψαριώνsanctuaire ichtyologique
καταφύγιο ψαριώνrefuge ichtyologique
κρατικό βιολογικό καταφύγιοréserve biologique domaniale
κρατικό βιολογικό καταφύγιοréserve biologique gouvernementale
κυνηγετικό καταφύγιοréserve de chasse
κυνηγετικό καταφύγιο/εκτροφείο θηραμάτωνréserve de chasse
μετεωρολογικό καταφύγιοabri météorologique
ολοκληρωμένο φυσικό καταφύγιοréserve intégrale
ολοκληρωμένο φυσικό καταφύγιοréserve naturelle intégrale
περιοχή αλίευσης/αλιευτικό καταφύγιοréserve de pêche
προσωρινό καταφύγιοabri provisoire
υπαίθριο καταφύγιοgîte rural
φυσικό καταφύγιοréserve naturelle climatique
φυσικό καταφύγιο εκτροφείο θηραμάτωνréserve naturelle
φυσικό καταφύγιοréserve écologique
φυσικό καταφύγιοréserve naturelle
φυσικό καταφύγιοespace naturel