DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing δίκτυο | all forms
GreekDanish
ανεξάρτητη συσκευή ωρολογοποιίας που συνδέεται με το ηλεκτρικό δίκτυοur med selvstændigt værk drevet af lysnettet
δίκτυο που αποτελεί το τούλιmasker i bundstof
δίκτυο σταθεροποίησης εμπέδησης γραμμήςstrøm fra et kunstigt netværk
δίκτυο σταθεροποίησης εμπέδησης γραμμήςkunstigt net, som forbindes elektrisk til stelpladen
δίκτυο σύνθετης αντίστασης γραμμήςstrøm fra et kunstigt netværk
δίκτυο σύνθετης αντίστασης γραμμήςkunstigt net, som forbindes elektrisk til stelpladen
δίκτυο τουλιούmasker i bundstof
λυχνία χειρός που προσαρμόζεται στο ηλεκτρικό δίκτυοhåndlampe med nettilslutning
προσκολλημένο σε δίκτυοklæbet på net
συσκευή ωρολογοποιίας για δίκτυο διανομής και ενοποίησης της ώραςelektrisk uranlæg