DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing ήχου | all forms
GreekDanish
βαθμός ανάκλασης του ήχουlydrefleksionsfaktor
βαθμός απορρόφησης του ήχουlydabsorptionsfaktor
βαθμός διάδοσης του ήχουlydtransmissionsfaktor
βαθμός διάδοσης του ήχουlydforplantningsfaktor
δείχτης ηχομόνωσης άμεσα αερόφερτου ήχουisoleringsindeks for direkte transmitteret luftlyd
ηλεκτρική συσκευή για την ενίσχυση του ήχουelektrisk lydforstærker
όργανο ανάγνωσης του ήχουtonehoved