Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Terms
for subject
Agriculture
containing
κοτόπουλο
|
all forms
Greek
German
βρώσιµο
κοτόπουλο
Masthahn
βρώσιµο
κοτόπουλο
Masthähnchen
βρώσιµο
κοτόπουλο
Masthuhn
βρώσιµο
κοτόπουλο
Brathähnchen
κατεψυγμένο
κοτόπουλο
tiefgekühltes Hähnchen
κοτόπουλο
έτοιμο για ψήσιμο
Brathaehnchen
κοτόπουλο
αντικατάστασης
Ersatzhenne
κοτόπουλο
για ψήσιμο
Masthahn
κοτόπουλο
για ψήσιμο
Masthähnchen
κοτόπουλο
για ψήσιμο
Masthuhn
κοτόπουλο
για ψήσιμο
Hähnchen
κοτόπουλο
για ψήσιμο
Brathähnchen
κοτόπουλο
εις πηκτήν
Huhn in Aspik
κοτόπουλο
κρεατοπαραγωγής
Masthähnchen
κοτόπουλο
κρεατοπαραγωγής
Masthuhn
κοτόπουλο
κρεατοπαραγωγής
Masthahn
κοτόπουλο
κρεατοπαραγωγής
Brathähnchen
κοτόπουλο
κρεοπαραγωγής
Masthuhn
κοτόπουλο
κρεοπαραγωγής
Fleischhuhn
κοτόπουλο
ολόκληρο
ganzes Hähnchen
κοτόπουλο
προς πάχυνση
Masthuhn
κοτόπουλο
προς πάχυνση
Masthähnchen
κοτόπουλο
προς πάχυνση
Jungmasthuhn
ολόκληρο
κοτόπουλο
συσκευασμένο σε κουτί
ganzes Hähnchen in der Dose
πόδι από
κοτόπουλο
με ένα κομμάτι της ράχης
Hähnchenschenkel mit Rückenstück
τεμαχισμένο
κοτόπουλο
για ψήσιμο
zerlegtes Brathähnchen
Get short URL