DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing πειρος | all forms
GreekGerman
πείρος στατικής ζυγοστάθμισηςAuswuchtspitze
πείρος συγκράτησηςHaltestift
πείρος συγκράτησης γάντζου καλύμματοςHaltestift für Deckelhaken
πείρος συγκράτησης για τη στήριξη του καλύμματοςHaltestift für Deckelauflage
πείρος συγκράτησης καλύμματοςHaltestift für Deckel