DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing Άνω | all forms
GreekDanish
άνω εκδοτικός κύλινδροςover-udløbsvalse
άνω εκδοτικός κύλινδρος αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδιtop-udløbsvalse/øvre udløbsvalse på ringtvindemaskine og tvindemaskine
άνω κύλινδροςovervalse
άνω κύλινδροςkradsevalse
άνω μεσαίος κύλινδροςmellem-overvalse
απόκλιση προς τα άνωøvre afvigelse
απόσταση από το άνω άκρο της ράβδου μέχρι το κέντρο της αυλάκωσηςafstand fra stangens øvre kant til centrum af kulisse
λευκός λαμπτήρας για φωτισμό εκ των άνωhvidt overfladelys
πίεση άνω κυλίνδρωνover-valsebelastning