DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Energy industry containing δίκτυο | all forms
GreekDanish
δίκτυο αεριαγωγών υψηλής πίεσηςnet af højtryksledninger til naturgas
Δίκτυο ανταποκριτών ασφαλείας της ΕΕ σε θέματα ενέργειαςEU-netværk af energisikkerhedskorrespondenter
δίκτυο αστικής θέρμανσηςfjernvarmenet
δίκτυο διασυνδεδεμένοsammenkobling
δίκτυο διασυνδεδεμένοsammenkoblede net
δίκτυο διασύνδεσηςsammenkobling
δίκτυο διασύνδεσηςsammenkoblede net
δίκτυο καταγωγήςoprindelsesnet
δίκτυο μετάδοσηςtransmissionssystem
δίκτυο μεταφοράςtransmissionsnet
δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειαςhøjspændingsledning
δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειαςhøjspændingsnet
δίκτυο τελικού προορισμούendeligt modtagernet
δίκτυο της ηπειρωτικής Ευρώπηςeuropæisk kontinentalt net
Διευρωπαϊκό δίκτυο στον τομέα της ενέργειαςtranseuropæisk energinet
εθνικό γαλλικό δίκτυο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματοςDet franske statslige Elektricitetsselskab
Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειαςUdvalget for Gennemførelse af Forordningen om Betingelserne for Netadgang i Forbindelse med Grænseoverskridende Elektricitetsudveksling
Ευρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράςeuropæisk net af transmissionssystemoperatører
ηλεκτροπαραγωγός σταθμός διασυνδεδεμένος με το δίκτυοsolkraftværk
ισχύς και ενέργεια παρεχόμενη στο δίκτυοeffekt og energi leveret til forsyningsnettet
μεγάλο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου,υψηλής πίεσηςoverordnet højtryksnet til naturgastransport
μικρό απομονωμένο δίκτυοlille isoleret system
τροφοδοσία από το κύριο δίκτυοnetspændingsforsyning
υπεράκτιο δίκτυοoffshorenet