DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing κοπή | all forms
GreekFrench
ασυνεχής κοπήcoupe interrompue
ασυνεχής κοπήcoupe discontinue
εργαλείο για πλευρική κοπήoutil à taille latérale
εργαλείο για πλευρική κοπήoutil à taille de côté
καυστήρας οξυγονοκόλλησης για κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερούchalumeau à couper sous l'eau
κοπή με αναπαραγωγήtaillage par reproduction
κοπή με δέσμη λέϊζερdécoupe par rayon laser
κοπή με συναρμογή σε οδοντωτό τροχόtaillage par engrènement
κοπή με τόρνο με μέτρο αναλογίαςtaillage par fraise au module
κοπή μυλοπετρώνtaille des meules
κοπή τροχών ακονίσματοςtaille des meules
σπειροτόμος με αρχική περιοχή διαμορφωμένη για αποφλοιωτική κοπήentrée hélicoïdale