DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing Άνω | all forms
GreekDanish
άνω ασφάλισηøvre fastgøringsbeslag
άνω διάβασηoverføring
άνω διαδοκίδαøvre tværbjælke
άνω διαμήκης ένωσηoevre soem
άνω διαμήκης αρμόςoevre soem
άνω εγκάρσια δοκόςøvre tværbjælke
άνω επιφάνεια της κεφαλής σιδηροτροχιάςskinneoverkant
άνω επιφάνεια του εμβόλουstemplets oevre overflade
άνω επιφάνεια του εμβόλουstemplets øvre overflade
άνω επιφάνεια του εμβόλουstempeltop
άνω επιφάνεια των σιδηροτροχιώνoverkanten af skinnerne
άνω ιμάντας του κορμούoverkropssele
άνω μέρος κορμού πηδαλίουrorstammens oevre del
άνω μέρος ρίζας πηδαλίουrorstammens oevre del
άνω μετωπικός πίνακας ελέγχουfrontpanel
άνω νεκρό σημείοøverste dødpunkt
άνω νεκρό σημείοtopdødpunkt
άνω οριακή ισορροπίαgrænse for øvre ligevægt
άνω οριζόντια ενισχυτική ράβδος του πλαισίου πηδαλίουoevre rorstiver
άνω οριζόντια ενισχυτική ράβδος του πλαισίου πηδαλίουoevre rorribber
άνω οριζόντια ενισχυτική ράβδος του σκελετού πηδαλίουoevre rorstiver
άνω οριζόντια ενισχυτική ράβδος του σκελετού πηδαλίουoevre rorribber
άνω πεπλατυσμένη δοκός έδρας νομέαkontraspant
άνω πεπλατυσμένη δοκός έδρας νομέαbundstoktop fladjern
άνω πρόνευσηstige
άνω ρους ποταμούøvre flod
άνω σειρά επηγκενίδων,μαδεριών ή ελασμάτωνoevre rang
άνω σιδηρογωνία έδρας νομέαkontraspant
άνω σιδηρογωνία έδρας νομέαbundstoktop vinkeljern
άνω σύρτηςøvre fastgøringsbeslag
άνω τμήμα μηχανής έλξηςet lokomotivs overbygning
άνω τμήμα οχήματοςvognkasse
άνω τμήμα της στεφάνης του τιμονιούrattets yderside
άνω τριβέας πηδαλίουrordækleje
άνω χείλος διώρυγαςøverste sektion
άνω χοάνη καθόδου υδροροήςøvre tragt
άνω όροφοςøverste dæk
έλασμα άνω σειράς ελασμάτωνoevre rangplade
δύο κώνοι που έχουν κατεύθυνση προς τα άνωto kegler,toppunkter opad
εσωτερικό ύψος των άνω πλευρικών τοιχωμάτωνindvendig højde med overbygning
σάρωθρο με διεύθυνση προς τα άνωopadvendende kost
υποδοχή ηλεκτρικού ρεύματος εκ των άνωstrømaftagelse ovenfra