DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Demography containing του | all forms | exact matches only
GreekDanish
ηλικιακή δομή του πληθυσμούbefolkningens aldersstruktur
ηλικιακή δομή του πληθυσμούalderspyramide
κατοικία εργαζομένων με συμμετοχή του εργοδότηsocialt boligbyggeri med arbejdsgivertilskud
μείωση του αριθμού των γάμωνfaldet i antallet af indgåede ægteskaber
μείωση του πληθυσμούaffolkning
πυραμίδα ηλικιών του πληθυσμούbefolkningens aldersstruktur
πυραμίδα ηλικιών του πληθυσμούalderspyramide
πυραμίδα του πληθυσμούbefolkningspyramide
πυραμίδα του πληθυσμούalderspyramide