DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing Άνω | all forms
GreekDanish
άνω σχάρα καθοδηγήσεως ράβδων ρυθμίσεωςgitterplade for kontrolstænger
άνω τροχιάøvre kulmination
διεργασία "εκ των κάτω προς τα άνω"bottom-up strategi
διεργασία "εκ των κάτω προς τα άνω"bottom-up-princippet
διεργασία "εκ των κάτω προς τα άνω"bottom-up-metode
διεργασία "εκ των κάτω προς τα άνω""bottom-up"-synsvinkel
προσέγγιση εκ των άνω προς τα κάτωtop down-metode
προσέγγιση εκ των άνω προς τα κάτω"top-down"-synsvinkel
προσέγγιση εκ των κάτω προς τα άνωbottom-up strategi
προσέγγιση εκ των κάτω προς τα άνωbottom-up-princippet
προσέγγιση εκ των κάτω προς τα άνωbottom-up-metode
προσέγγιση εκ των κάτω προς τα άνω"bottom-up"-synsvinkel