Subject | Maltese | Greek |
chem., met. | effett akut | οξεία επίπτωση |
life.sc. | effett antagonistiku | ανταγωνισμός |
environ. | effett antagonistiku ta' sostanzi tossiċi | ανταγονιστική δράση τοξικών ουσιών |
comp., MS | effett artistiku | καλλιτεχνικό εφέ |
med. | effett avvers fuq is-saħħa | δυσμενής επίδραση στην υγεία |
med. | effett avvers fuq is-saħħa | δυσμενής επίδραση |
environ. | effett bijoloġiku | βιολογική επίπτωση |
environ. | effett bijoloġiku | βιολογικό αποτέλεσμα |
environ. | effett bijoloġiku ta' tniġġis | βιολογικό αποτέλεσμα της ρύπανσης |
comp., MS | effett 3-D | εφέ 3Δ |
econ. | effett deadweight | απροσδόκητες ευεργετικές συνέπειες |
environ. | effett dissważiv | δύναμη όπλο αποτροπής |
law | effett dissważiv | προληπτική λειτουργία |
pharma. | effett farmakodinamiku | φαρμακοδυναμικό αποτέλεσμα |
pharma. | effett farmakoloġiku | φαρμακευτική επίδραση |
environ. | effett fit-tul | μακροχρόνια επίπτωση |
environ. | effett fit-tul ta' kontaminanti | μακροπρόθεσμες επιπώτσεις ρύπων |
environ. | effett fotokimiku | φωτοχημικό φαινόμενο |
life.sc., chem. | effett fotolitiku | φωτολυτικό φαινόμενο |
life.sc., chem. | effett fotolitiku | φωτολυτική επίδραση |
earth.sc., el. | effett fotovoltajku | φωτοβολταϊκό φαινόμενο |
commer. | "effett fruntiera" | εμπόδια που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων |
environ. | effett fuq il-bniedem | επίδραση επιπτώσεις στον άνθρωπο |
law, commer. | effett fuq il-kummerċ bejn l-Istati Membri | επηρεασμός του εµπορίου µεταξύ των κρατών µελών |
environ. | effett fuq is-saħħa | επίδραση επιπτώσεις στην υγεία |
environ. | effett fuq l-ambjent | επίδραση επιπτώσεις στο περιβάλλον |
mun.plan. | effett gżira ta' sħana urbana | φαινόμενο αστικής θερμικής νησίδας |
environ. | effett ikkumbinat | επίδραση συνδυασμού |
med. | effett immunotossiku | ανοσοτοξική επίδραση |
life.sc. | effett inibitorju | ανασταλτικό αποτέλεσμα |
life.sc. | effett inibitorju | ανασταλτική επίδραση |
phys.sc. | effett Joule | φαινόμενο Τζαουλ |
environ. | effett klimatiku | κλιματική επίπτωση |
med., pharma. | effett kollaterali | παρενέργεια |
econ. | effett konsegwenzjali | μετάδοση του αντικτύπου |
econ. | effett konsegwenzjali | δευτερογενής επίπτωση |
proced.law. | effett legali | νομική ισχύς |
proced.law. | effett legali | νομικό αποτέλεσμα |
proced.law. | effett legali | έννομο αποτέλεσμα |
environ. | effett mentali | νοητική επίδραση |
environ. | effett mikroklimatiku | μικροκλιματικό φαινόενο |
environ. | effett mir-radjazzjoni | επιπτώσεις της ακτινοβολίας |
econ., fin. | effett multiplikatur | πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα |
econ., fin. | effett multiplikatur | καταλυτική επίδραση |
chem. | effett negattiv | δυσμενής επίπτωση |
med. | effett newrotossiku | νευροτοξική επίδραση |
pharma. | effett parasimpatiku | παρασυμπαθητική δράση |
environ. | effett patoloġiku | παθολογική επίπτωση |
fin. | effett pro-ċikliku | αποτέλεσμα ενισχυτικό των κυκλικών τάσεων |
environ. | effett psikiku | ψυχική επίδραση |
environ. | effett psikoloġiku | ψυχολογική επίδραση |
environ. | effett psikosomatiku | ψυχοσωματική επίδραση |
med. | effett rebound | υποτροπή (recrudescentia) |
med., pharma. | effett sekondarju | παρενέργεια |
health. | effett serju mhux mixtieq | σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια |
environ. | effett serra | φαινόμενο του θερμοκηπίου |
environ. | effett sinerġiku ta' sostanzi tossiċi | συνεργιστική δράση των τοξικών ουσιών |
proced.law., law | effett sospensiv | ανασταλτικό αποτέλεσμα |
gen. | effett subletali | υποθανατηφόρα επίπτωση |
gen. | effett subletali | υποθανατηφόρο αποτέλεσμα |
gen. | effett subletali | υποθανατηφόρα επίδραση |
comp., MS | effett ta' animazzjoni | εφέ κίνησης |
immigr. | effett ta' attrazzjoni | αποτέλεσμα της ζητήσεως |
law | effett ta' deterrent | προληπτική λειτουργία |
tech. | effett ta' dipendenza | κίνδυνοs εθισμού |
fin. | effett ta' ingranaġġ | αποτέλεσμα μόχλευσης |
fin. | effett ta' intrappolament tal-klijentela | αποτρεπτικό αποτέλεσμα |
commer. | effett ta' inċentiv | δημιουργία κινήτρου |
fin. | effett ta' kontaġju | μετάδοση των επιπτώσεων |
fin. | effett ta' kontaġju | αλυσιδωτή επίπτωση |
fin. | effett ta' lieva | αποτέλεσμα μόχλευσης |
econ. | effett ta' tan- netwerk | αποτέλεσµα δικτύου |
fin. | effett ta' preċipizju | φαινόμενο "κατακρήμνισης" |
immigr. | effett ta' sejħa | αποτέλεσμα της ζητήσεως |
fin. | effett ta' sostituzzjoni | αποτέλεσμα υποκατάστασης |
interntl.trade., econ. | effett ta' tfixkil | στρεβλωτική επίπτωση |
environ. | effett ta' tniġġis | επίδραση επιπτώσεις της ρύπανσης |
comp., MS | effett ta' tranżizzjoni | εφέ μετάβασης |
comp., MS | effett ta' ħoss mimli | γέμισμα ηχείων |
environ. | effett tal-istorbju | επίπτωση θρύβου |
environ. | effett tal-istorbju fuq is-saħħa | επίδραση επιπτώσεις του θορύβου στην υγεία |
environ. | effett tal-livell ta' impjieg | επίπτωση στο επίπεδο απασχόλησης |
econ., commer. | effett tal-lokalizzazzjoni | επίπτωση του τόπου |
comp., MS | effett tal-ħġieġ | εφέ γυαλιού |
earth.sc., phys.sc. | effett tar-radda | ομόρους |
earth.sc., phys.sc. | effett tar-radda | σκίαση |
earth.sc., phys.sc. | effett tar-radda | ολκός |
comp., MS | effett testwali | εφέ κειμένου |
chem. | effett Tyndall | φαινόμενο Tyndall |
environ. | effett tossiku | τοξική επίδραση |
environ. | effett ġenetiku | γενετική επίδραση |
chem. | effett ħażin | δυσμενής επίπτωση |
life.sc., environ. | emissjoni ta' gass b'effett ta' serra | εκπομπή αερίων θερμοκηπίου |
environ. | emissjonijiet antropiċi aggregati, espressi f'ekwivalenti ta' bijossidu tal-karbonju, ta' gassijiet b'effett ta' serra | ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων που ισοδυναμούν προς το διοξείδιο του άνθρακα |
environ. | gass b'effett ta' serra | αέριο που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου |
environ., chem. | gass fluworurat b'effett ta' serra | φθοριωμένο αέριο του θερμοκηπίου |
environ., chem. | gass fluworurat b'effett ta' serra | φθοριούχα αέρια του θερμοκηπίου |
construct., environ. | Green Paper dwar l-iskambju ta' emissjonijiet ta' gass b'effett ta' serra fl-Unjoni Ewropea | Πράσινη Βίβλος για την εμπορία εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής |
environ. | inventarju Komunitarju tal-gassijiet b'effett ta' serra | κοινοτική απογραφή των αερίων του θερμοκηπίου |
environ. | inventarju nazzjonali tal-emissjonijiet antropoġeniċi minn fonti u tal-assorbiment minn bjar tal-gassijiet kollha b'effett ta' serra mhux ikkontrollati mill-Protokoll ta' Montreal | εθνικός κατάλογος απογραφής των αερίων θερμοκηπίου |
environ. | inventarju nazzjonali tal-emissjonijiet antropoġeniċi minn fonti u tal-assorbiment minn bjar tal-gassijiet kollha b'effett ta' serra mhux ikkontrollati mill-Protokoll ta' Montreal | εθνικός κατάλογος ανθρωπογενών εκπομπών από πηγές και απορροφήσεων από καταβόθρες όλων των αερίων θερμοκηπίου που δεν ελέγχονται από το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ |
environ. | inventarju nazzjonali tal-gassijiet b'effett ta' serra | εθνικός κατάλογος ανθρωπογενών εκπομπών από πηγές και απορροφήσεων από καταβόθρες όλων των αερίων θερμοκηπίου που δεν ελέγχονται από το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ |
environ. | inventarju nazzjonali tal-gassijiet b'effett ta' serra | εθνικός κατάλογος απογραφής των αερίων θερμοκηπίου |
chem. | konċentrazzjoni bla effett osservat | συγκέντρωση μη παρατηρούμενης επίδρασης |
chem. | konċentrazzjoni bla effett ħażin osservat | συγκέντρωση στην οποία δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις |
chem. | konċentrazzjoni bl-inqas effett osservat | κατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται επιπτώσεις |
chem. | konċentrazzjoni bl-inqas effett ħażin osservat | κατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις |
chem. | konċentrazzjoni ta' bla effett previst | προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις |
chem. | livell bla effett osservat | επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται επιδράσεις |
chem. | livell bla effett ħażin osservat | επίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων |
chem. | livell bl-inqas effett osservat | κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις |
chem. | livell bl-inqas effett ħażin osservat | κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις |
law, chem. | livell derivat ta' bla effett | παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις |
chem. | livell derivat ta' effett minimu | παράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις |
environ. | mekkaniżmu għall-monitoraġġ tal-emissjonijiet ta' gass b'effett ta' serra fil-Komunità u għall-implimentazzjoni tal-Protokoll ta' Kyoto | μηχανισμός παρακολούθησης των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στην Κοινότητα και εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Κιότο |
health., life.sc., environ. | monitoraġġ tal-effett bijoloġiku | παρακολούθηση του βιολογικού αποτελέσματος |
environ. | relazzjoni doża-effett | σχέση δόσης-ανταπόκρισης |
environ. | relazzjoni kawża-effett | σχέση αιτίου-αιτιατού |