DictionaryForumContacts

   Hungarian Greek
Terms containing a hatékony | all forms | in specified order only
SubjectHungarianGreek
gen.a hatékony fejlesztési együttműködésre irányuló globális partnerségΣύμπραξη του Μπουσάν για μια αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
gen.a hatékony fejlesztési együttműködésre irányuló globális partnerségΠαγκόσμια σύμπραξη για μία αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
gen.a hatékony fejlesztési együttműködésre irányuló puszani partnerségΣύμπραξη του Μπουσάν για μια αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
gen.a hatékony fejlesztési együttműködésre irányuló puszani partnerségΠαγκόσμια σύμπραξη για μία αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
law, h.rghts.act.a hatékony jogorvoslathoz és a tisztességes eljáráshoz való jogδικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου
econ.a hatékony verseny jelentős akadályozásaσημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού' σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό
fin.a hatékony és eredményes pénzgazdálkodás elveαρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης
immigr.A Tanács 2000. december 11-i 2725/2000/EK rendelete a dublini egyezmény hatékony alkalmazása érdekében az ujjlenyomatok összehasonlítására irányuló "Eurodac" létrehozásárólΚανονισμός ΕΚ αριθ. 2725/2000 του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση του "Eurodac" για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου