Greek | French |
άδεια διάθεσης στην αγορά | Autorisation de Mise sur le Marché |
άσθμα οφειλόμενο στην πλατίνα | asthme dû au platine |
έγχυση στην ουροδόχο κύστη | instillation intravésicale |
έκζεμα οφειλόμενο στην επαφή με απορρυπαντικά | eczéma orthoergique par les produits de lessive |
ένεση στην αίθουσα του ωτός | injection vestibulaire |
ένεση στην δεξαμενή του εγκεφάλου | injection sous-occipitale |
ένεση στην δεξαμενή του εγκεφάλου | injection sous-arachnoidienne céphalique |
ένεση στην ιερή χώρα | injection sacrée |
ένεση στην προδομική αίθουσα | injection vestibulaire |
ένεση στην υπερώια χώρα | injection anesthésique palatine |
έτος ζωής προσαρμοσμένο στην ποιότητά του | année de vie gagnée ajustée sur la qualité de vie |
έτος ζωής προσαρμοσμένο στην ποιότητά του | année de vie sauvée ajustée sur la qualité de la vie |
έτος ζωής προσαρμοσμένο στην ποιότητά του | année de vie ajustée sur la qualité |
αδελφή ειδικευμένη στην νοσηλεία καρκινοπαθών | infirmière spécialisée en soins cancéreux |
ακτινογράφηση εμβρύου στην μήτρα κατά Hauser-Erbsloeh | radiographie du foetus de Hauser-Erbsloeh |
ακτινογράφηση εμβρύου στην μήτρα κατά Hauser-ErbslΦh | foetographie de Hauser-Erbslöh |
αλλεργία στην πενικιλλίνη | allergie à la pénicilline |
ανάπτυξη μολυσματικού κηρίου στην περιοχή κάποιας δερματοπάθειας | impétiginisation |
αναφερόμενος στην στέρηση ή την απώλεια του ασβεστίου | calciprive |
ανοιχτός στην κοινωνική επαφή | ouvert au contact |
ανοχή στην ισχαιμία | tolérance à l'ischémie |
αντίδρασις στην αλλαγή του κλίματος | réaction au changement de climat |
αντοχή στην επιτάχυνση | tolérance à l'accélération |
απευθείας παρατήρηση πάνω στην επιδερμίδα | vision directe sur l'épiderme |
αποχωρισμός των αντισωμάτων με κονιοποίηση και στην συνέχεια με έκπλυση | décantation des anticorps |
απόκριση του όγκου στην ακτινοβολία | réponse de la tumeur à l'irradiation |
αρθροπάθεια προκαλούμενη από την στέρηση ή οφειλόμενη στην στέρηση των ωοθηκών | rhumatismem.ménopausique |
ατελές αντιγόνο στην περίπτωση αλλεργίας | allergène incomplet |
αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουρήθρα | intra-urétral |
αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουρήθρα | endourétral |
αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουσία του αμφιβληστροειδούς | intrarétinien |
αυτός που εισχώρησε στην σάρκα | incarné (incarnatus) |
αύλακα στην καμπτική επιφάνεια άρθρωσης | pli articulaire (plica articularis) |
Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | programme spécifique de recherche et de développement technologique dans le domaine de la biotechnologie |
Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | programme Bridge |
Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | programme de recherches biotechnologiques pour l'innovation, le développement et la croissance en Europe |
γελόζη στην πεπτόνη και στην χολή | gélose à la peptone et à la bile |
γελόζη στην πεπτόνη και στο αίμα | gélose à la peptone et au sang |
δερματίτιδα οφειλόμενη στην επάφή με πρωτεϊνες | dermatite de contact aux protéines |
δερματίτις οφειλομένη στην χρήση καλλυντικών που περιέχουν αιθέρια έλαια | dermatite en forme de coulée |
δερματίτις οφειλόμενη στην παραφενιλίνη διαμίνη | dermatite due à la paraphénylène diamine |
δερματίτις που οφείλεται στην είσοδο προνύμφης σκώληκος | dermatose initiale de l'uncinariose (unciniariatic dermatitis) |
δερματίτις που οφείλεται στην είσοδο προνύμφης σκώληκος | dermatose initiale de l'ankylostomasie (unciniariatic dermatitis) |
δερματίτις που οφείλεται στην παραφίνη | dermatite due à la paraffine |
δερματίτις που οφείλεται στην παραφίνη | boutons de paraffine |
δερματική δοκιμασία στην πενικιλλίνη | épreuve cutanée à la pénicilline |
διαλείπων πυρετός οφειλόμενος στην εισπνοή ατμών καδμίου | pneumonie chimique due au cadmium |
διαμαρτία στην διάπλαση | hamartie |
διαταραχή στην αισθητική αντίληψη | altération de la perception sensorielle |
διαφορά στην εκδήλωση της ίδιας κατάστασης | hétérophanie |
διαχωρισμός ομόλογων χρωματοσωμάτων στην ανάφαση | séparation d'anaphase |
δικαίωμα στην γενετική ταυτότητα | droit à l'identité génétique propre |
διοπτρικός μεγεθυντικός φακός με διάταξη στερέωσης στην κεφαλή | loupe binoculaire avec serre-tête |
διπλή-τυφλή δοκιμασία,στην οποία έχει εξασφαλιστεί ο τυχαίος χαρακτήρας των δειγματοληψιών | épreuve en double aveugle aléatoire |
δοκιμή τοξικότητας στην αναπαραγωγή μιάς γενεάς | test de reprotoxicité sur une génération |
δοκιμασία ανεκτικότητος στην γλυκόζη | épreuve de tolérance au glucose |
δοκιμασία ανεκτικότητος στην φρουκτόζη | épreuve de tolérance au fructose |
δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη των Hamann-Hirschmann | épreuve de tolérance au dextrose de Hamann et Hirschmann |
δοκιμασία ανοχής στην ηπαρίνη | épreuve de tolérance à l'héparine |
δοκιμασία ανοχής στην ιρουδίνη | épreuve de tolérance à l'hirudine |
δοκιμασία ανοχής στην ιστιδίνη | épreuve de charge à l'histidine |
δοκιμασία στην Pentagastrin | épreuve rapide à la pentagastrine |
δυσμενής επίδραση στην υγεία | effet indésirable |
δυσμενής επίδραση στην υγεία | effet nocif |
δυσμενής επίδραση στην υγεία | effet défavorable |
δωρεά σώματος στην επιστήμη | don du corps à la science |
δύσπνοια οφειλόμενη στην κόπωση | dyspnée d'effort |
εθισμός στην χρήση καψικού ή πιπεριάς | toxicomanie au paprika |
ειδικός στην βιοστατιστική | biostaticien |
ειδικός στην κυτταρογενετική | cytologiste |
εμβολιασμός μικροβίου στην μια πλευρά ζώου και του ειδικού αντιορού στην άλλη | inoculation par passages |
ενδομυική ένεση στην προσθοπλάγια επιφάνεια του γλουτού | injection intramusculaire fessière antérieure |
ενστάλλαξη στην ουρήθρα | instillation urétrale |
εξέλκωση οφειλόμενη στην άσβεστο | ulcération imputable à la chaux |
επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | fièvre des fondeurs de laiton |
επενεργών στην επιφανειακή τάση | tensioactif |
επιπτώσεις στην προγεννητική ανάπτυξη | effet sur le développement prénatal |
Επιστημονική Ομάδα της ΠΟΥ για την Ερευνα στην Ψυχοφαρμακολογία | Groupe scientifique OMS sur les recherches en psychopharmacologie |
Επιστημονική Ομάδα της ΠΟΥ για την Νευροφυσιολογική και την Ερευνα Συμπεριφοράς στην Ψυχιατρική | Groupe scientifique OMS sur les recherches neurophysiologiques et l'étude du comportement en psychiatrie |
επιστροφή στην υγιεινή κατάσταση | retour à l'état hygide |
επώδυνα σημεία Boas στην πίεση | points douloureux à la pression de Boas |
επώδυνον φρενικό σημείο,στην πίεση | point douloureux phrénique |
ευαισθησία στην πίεση | sens de la pression |
ευαισθησία στο βάρος ή στην πίεσιν | baresthésie |
ζώνη στην οποία ισχύουν περιοριστικά μέτρα | zone de restriction |
θάνατος κυττάρου στην αναπαραγωγική φάση | arrêt mortel de la reproduction cellulaire |
ινιακό εντύπωμα στην παρεγκεφαλίδα | empreinte occipitale du cervelet |
ιριδίτις ή ιρίτις,οφειλομένη στην ουρική αρθρίτιδα | iritis goutteuse |
κάθε νόσος που οφείλεται στην αύξηση της ατμοσφαιρικής πιέσεως | maladie des caissons |
κατάστασις που οφείλεται στην χρήση των βαρβιτουρικών ενώσεων και χαρακτηρίζεται από κεφαλαλγίες,πυρετούς και δερματικά εξανθήματα | barbiturisme |
κινητοποίησις των λευκοκυττάρων και αντισωμάτων στην έδρα της λοιμώξεως | cataphylaxie |
Κοινοτικό πρόγραμμα συντονισμού της έρευνας και της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας στην ιατρική και την υγεία1987-1991 | Programme de coordination en matière de recherche et de développement de la Communauté économique européenne dans le domaine de la recherche médicale et sanitaire1987-1991 |
λίθος στην μήτρα | calcul utérin |
λειχηνοειδές εξάνθημα των εργαζομένων στην εμφάνιση έγχρωμων φιλμ | éruption lichénienne des employés développant les films en couleur |
λειχηνοειδές εξάνθημα των εργαζομένων στην εμφάνιση έγχρωμων φιλμ | dermite lichénoïde de contact |
λόγος της ελάχιστης θανατηφόρου δόσης προς τη θεραπευτική δόση,στην ακτινοθεραπεία | dosimétrie en radiothérapie |
μέρος του ιατρικού ιστορικού που οφείλεται στην εργασία | anamnèse professionnelle |
μήκος από τον έβδομο αυχενικό στην προεξοχή του στήθους | longueur septième vertèbre cervicale-pointe de sein |
μακέτα στη μορφή με την οποία θα κυκλοφορήσει στην αγορά | maquette du modèle-vente |
μεγίστη έκθεση στην εισπνοή της δοκιμαζόμενης ουσίας | exposition maximale par inhalation de la substance à tester |
μελέτη τοξικότητας στην αναπαραγωγή δύο γενεών | étude de toxicité pour la reproduction sur deux générations |
μετάλλαξη θανατηφόρα στην ημίζυγη κατάσταση | mutation létale à l'état hémizygote |
νεογνικές διαμαρτίες προκαλούμενες από καταπόνηση στην εργασία της μητέρας | malformation du nouveau-né due aux contraintes du travail |
νεφρική υπέρτασις οφειλόμενη στην απόφραξη των νεφρικών αρτηριών | syndrome de Goldblatt humain |
νεφρός ευρισκόμενος μέσα στην πύελο | ectopie rénale pelvienne |
νεύρωσις οφειλόμενη στην συνταξιοδότηση | troubles de la mise à la retraite |
νόσος των ορνίθων οφειλόμενη στην έλλειψη βιταμίνης Α | goutte viscérale |
ορολογικός έλεγχος στην εκμετάλλευση | contrôle sérologique à l'exploitation |
οστεομυελίτιδα στην οπή διάτρησης οστού | ostéomyélite du canal de forage |
ουσία που αναγράφεται στην ευρωπαϊκή φαρμακοποιία | produit figurant à la pharmacopée européenne |
παραμόρφωσις οφειλόμενη στην ένταση ή άγχος | déformation par pression exagérée |
παρουσία αιμοσφαιρίνης στην χολή | hémoglobinobilie |
περιτονίτις της πυέλου καταλήγουσα στην πάχυνση των προσβληθέντων τμημάτων | pachypelvipéritonite |
πνευμονοκοκκίωσις οφειλομένη στην εισπνοή σκόνης βαρίτου ή βαρίου | barytose pulmonaire |
πνευμονοκονίωσις,οφειλόμενη στην σκόνη που εκπέμπουν οι υψικάμινοι | pneumoconiose par poussière de haut-fourneaux |
προσδιορισμός της αλκοόλης στην αναπνοή | dosage de l'alcool dans l'air expiré |
πρώιμος υποβολή στην επίδραση της δακτυλίτιδος | digitalisation précoce |
πυριτίαση των εργαζομένων στην διάνοιξη σηράγγων | silicose des perceurs de tunnel |
πόνος στην πίεση του βολβού του οφθαλμού | douleur à la pression des globes oculaires |
ρινόρροια οφειλόμενη στην πλατίνα | rhinorrhée due au platine |
σπάνια πνευμονοκονίωση οφειλόμενη στην εισπνοή διατόμων | pneumoconiose due aux diatomites |
στατιστικολόγος ειδικός στην βιοστατιστική | biostaticien |
Συμφωνία που Αφορά στην Παραγωγή στο Εσωτερικό Εμπόριο και στην Χρήση Παρασκευασμένου Οπίου | Accord concernant la fabrication le commerce intérieur et l'usage de l'opium préparé |
συσκευή ελέγχου στην ηλεκτροκαρδιογραφία | appareil de surveillance d'électrocardiographie |
σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη | intolérance héréditaire au fructose |
τεμαχισμός που γίνεται στην άρθρωση | découpe pratiquée à l'articulation |
τοξικότητα στην ανάπτυξη | toxicité du développement |
τοξικότητα στην αναπαραγωγή | toxicité reproductive |
τοξικότητα στην αναπαραγωγή | toxicité pour la reproduction |
τοξικότητα στην αναπαραγωγή | reprotoxicité |
υπέρ το δέον ανάπτυξη ιστού στην προσπάθειά του προς επανόρθωση | hamartoplasie |
υποβολή στην επίδραση της κοκκαίνης | cocaïnisation |
υποδόρεια αντίδρασις στην παρακοκκιδιοϊδίνη | réaction cutanée à la paracoccidioïdine |
φλεγμονή της σκωληκοειδούς που βρίσκεται μέσα στην κήλη | appendicite herniaire |
χρονική δερματίτιδα οφειλόμενη στην πίσσα | peau de chagrin |
χρονική δερματίτιδα οφειλόμενη στην πίσσα | dermatite chronique du goudron |
όργανο που χρησιμεύει στην μετάγγιση αίματος | collecteur pour sang à transfusion |
όργανο που χρησιμεύει στην μετάγγιση αίματος | collecteur menstruel de Niedner |