Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
French
Terms
for subject
Insurance
containing
στην
|
all forms
|
exact matches only
Greek
French
ανάληψη των εξόδων που αναλογούν
στην
καταβολή των παροχών
récupération des frais afférents au paiement des prestations
ασφάλιση εργασιών
στην
τοπική αγορά που αφορά στους κινδύνους στο εξωτερικό
affaires étrangères souscrites au siège
εγγεγραμμένος
στην
Κοινωνική Ασφάλεια
inscrit à la Sécurité sociale
εγγραφή
στην
ασφάλιση γήρατος
inscription à l'assurance-vieillesse
εγγραφή
στην
Κοινωνική Ασφάλεια
inscription à la Sécurité sociale
ειδικές πλασματικές περίοδοι ασφάλισης για άτομα που υπάγονται
στην
ασφάλιση για πρώτη φορά
crédits spéciaux de préadmission
ελάχιστο εγγυημένο ασφάλισμα που προβλέπεται να καταβληθεί
στην
κανονική λήξη
garantie à maturité
επίδομα που αποβλέπει
στην
εξατομικευμένη βοήθεια για στέγαση
allocation d'aide personnalisée au logement
επιτροπή αποδοχής
στην
κοινωνική μέριμνα
commission d'admission à l'aide sociale
επιτροπή αποδοχής
στην
κοινωνική μέριμνα
commission d'admission
ζημίες οφειλόμενες
στην
πτώση αεροσκαφών
dommage résultant de la locomotion aérienne
ζημίες οφειλόμενες
στην
πτώση αντικειμένων από αεροσκάφη
dommage résultant de la locomotion aérienne
κίτρινη ζώνη
στην
αναγωγική φλόγα
auréole
κίτρινη ζώνη
στην
ανθρακωτική φλόγα
auréole
λήξη της υπαγωγής
στην
ασφάλιση
cessation de l'affiliation
πολιτεία
στην
οποία γίνεται η εκτόξευση κάποιου διαστημικού σκάφους
état au lancement
προϊόν υπεραπόδοσης που καταβάλλεται
στην
κανονική λήξη
bonification à maturité
συνεισφέρουσες αξίες
στην
οικονομική ρύθμιση της γενικής αβαρίας
valeur contributive
υπαγόμενος
στην
κοινωνική ασφάλιση
assujetti
υπαγόμενος
στην
υποχρεωτική ασφάλιση
être assujetti à l'assurance obligatoire
υποκείμενος
στην
κοινωνική ασφάλιση
assujetti
υποκείμενος
στην
υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση
assujettissable
χώρα
στην
οποία παρέχονται οι υπηρεσίες
"pays destinataire"
Get short URL