Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
French
Terms
for subject
Business
containing
στην
|
all forms
|
exact matches only
Greek
French
έξοδα που αντιστοιχούν
στην
κλιμακωτή απόσβεση των ποσών που προκύπτουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με τίμημα ανώτερο του πληρωτέου κατά τη λήξη
charges correspondant à l'amortissement échelonné de la prime sur les actifs acquis au-dessus du montant payable à l'échéance
αρμοδιότητα που βασίζεται
στην
ύπαρξη εγκατάστασης
compétence fondée sur la présence d'un établissement
αύξηση
στην
αξία που έχει
ουσιαστικά
πραγματοποιηθεί
plus-value réalisée
αύξηση
στην
αξία που έχει
ουσιαστικά
πραγματοποιηθεί
plus-value effectivement réalisée
λογιστική αποτίμησης
στην
εύλογη αξία
comptabilité en juste valeur
λογιστική αποτίμησης
στην
εύλογη αξία
comptabilisation à la juste valeur
μετάπτωση σήματος
στην
κοινή χρήση' μετατροπή σήματος σε κοινόχρηστο
chute de la marque dans le domaine public
Get short URL