DictionaryForumContacts

   Greek French
Terms for subject Materials science containing στην | all forms | exact matches only
GreekFrench
ανθεκτικός στην κακοκαιρίαresistant aux intempéries
ανοικτός στην οδική κυκλοφορίαrendre carrossable
αντίσταση στην αποκόλλησηrésistance au délaminage
αντίσταση στην αποκόλλησηrésistance à la déchirure de la soudure
αντίσταση στην αποκόλλησηrésistance au clivage
αντοχή στην αποστείρωσηrésistance à la stérilisation
αντοχή στην καταπόνησηrésistance à la fatigue
αντοχή στην οξείδωσηrésistance à la corrosion
αντοχή στην οξείδωσηrésistance à l'oxydation
αντοχή στην πίεσηrésistance à la pression
αντοχή υλικού στην κρούσηrésistance au poinçonnement dynamique
αποθήκευση του σανού στην ύπαιθροstockage du foin à l'air libre
δοκιμασία παραμόρφωσης στην κρούσηessai à choc de flexion
δοκιμασία παραμόρφωσης στην κρούσηessai de flexion au choc
ευαίσθητος στην κρούσηsensible aux chocs
η εναλλασσόμενη κάμψη προκαλεί διακυμάνσεις τάσεων στην περιοχή ορίου διαρροήςle pliage alterné élimine les crochets du palier de limite élastique
κατηγορίες αντίστασης στην πυρκαγιάcatégorie de résistance au feu
μέθοδος συμμετοχής στην αιχμή του συστήματοςméthode de la participation à la pointe
μηχανή ελέγχου αντοχής στην κάμψη και παραμόρφωσηmachine à essayer les matériaux au flambage
μηχανή ελέγχου αντοχής στην κάμψη και παραμόρφωσηmachine à déterminer la résistance au flambage
πρόβολος κάθετος στην όχθηépi normal
συμπεριφορά στην πυρκαγιάcomportement au feu
συντελεστής συμμετοχής στην αιχμή του συστήματοςfacteur de participation à la pointe
τιμολόγιο ζωνών βασιζόμενο στην ποσότητα θερμότηταςtarif à tranches de consommation
τιμολόγιο ζωνών βασιζόμενο στην ποσότητα θερμότηταςtarif à tranches
χρόνος αντίστασης στην πυρκαγιάdurée de résistance au feu