Subject | Greek | French |
med. | άδεια διάθεσης στην αγορά | Autorisation de Mise sur le Marché |
med. | άσθμα οφειλόμενο στην πλατίνα | asthme dû au platine |
gen. | άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου εκ μέρους των εθνικών Κοινοβουλίων όσον αφορά τις δραστηριότητες των κυβερνήσεων στην ΕΕ | examen par les Parlements nationaux des activités gouvernementales dans l'UE |
med. | έγχυση στην ουροδόχο κύστη | instillation intravésicale |
med. | έκζεμα οφειλόμενο στην επαφή με απορρυπαντικά | eczéma orthoergique par les produits de lessive |
med. | ένεση στην αίθουσα του ωτός | injection vestibulaire |
med. | ένεση στην δεξαμενή του εγκεφάλου | injection sous-occipitale |
med. | ένεση στην δεξαμενή του εγκεφάλου | injection sous-arachnoidienne céphalique |
med. | ένεση στην ιερή χώρα | injection sacrée |
med. | ένεση στην προδομική αίθουσα | injection vestibulaire |
med. | ένεση στην υπερώια χώρα | injection anesthésique palatine |
gen. | ένωση προσώπων στην οποία αναγνωρίζεται η δικαιοπρακτική ικανότητα χωρίς να έχει νομική προσωπικότητα | une association de personnes ayant la capacité de faire des actes juridiques sans avoir le statut légal de personne morale |
med. | έτος ζωής προσαρμοσμένο στην ποιότητά του | année de vie sauvée ajustée sur la qualité de la vie |
med. | έτος ζωής προσαρμοσμένο στην ποιότητά του | année de vie gagnée ajustée sur la qualité de vie |
med. | έτος ζωής προσαρμοσμένο στην ποιότητά του | année de vie ajustée sur la qualité |
med. | αδελφή ειδικευμένη στην νοσηλεία καρκινοπαθών | infirmière spécialisée en soins cancéreux |
med. | ακτινογράφηση εμβρύου στην μήτρα κατά Hauser-Erbsloeh | radiographie du foetus de Hauser-Erbsloeh |
med. | ακτινογράφηση εμβρύου στην μήτρα κατά Hauser-ErbslΦh | foetographie de Hauser-Erbslöh |
med. | αλλεργία στην πενικιλλίνη | allergie à la pénicilline |
tech., chem. | ανάγνωση της ένδειξης στην κορυφή του μηνίσκου | lu au sommet du ménisque |
med. | ανάπτυξη μολυσματικού κηρίου στην περιοχή κάποιας δερματοπάθειας | impétiginisation |
med. | αναφερόμενος στην στέρηση ή την απώλεια του ασβεστίου | calciprive |
mater.sc., met. | ανθεκτικός στην κακοκαιρία | resistant aux intempéries |
mater.sc. | ανοικτός στην οδική κυκλοφορία | rendre carrossable |
med. | ανοιχτός στην κοινωνική επαφή | ouvert au contact |
med. | ανοχή στην ισχαιμία | tolérance à l'ischémie |
med. | αντίδρασις στην αλλαγή του κλίματος | réaction au changement de climat |
mater.sc., mech.eng. | αντίσταση στην αποκόλληση | résistance à la déchirure de la soudure |
mater.sc. | αντίσταση στην αποκόλληση | résistance au délaminage |
mater.sc. | αντίσταση στην αποκόλληση | résistance au clivage |
tech. | αντίσταση στην κρούση | résistance au choc |
gen. | αντίσταση στην υπεριώδη ακτινοβολία | résistance aux UV |
gen. | αντανακλαστικά φύλλα τα οποία αντανακλούν το φως που προσπίπτει προς τα πίσω στην πηγή φωτός | feuilles rétroréfléchissantes |
mater.sc., chem. | αντοχή στην αποστείρωση | résistance à la stérilisation |
med. | αντοχή στην επιτάχυνση | tolérance à l'accélération |
tech., industr., construct. | αντοχή στην κάμψη | rigidité à la flexion |
tech., industr., construct. | αντοχή στην κάμψη | rigidité en flexion |
mater.sc. | αντοχή στην καταπόνηση | résistance à la fatigue |
tech., industr., construct. | αντοχή στην κρούση | résilience totale |
mater.sc., met. | αντοχή στην οξείδωση | résistance à la corrosion |
mater.sc., met. | αντοχή στην οξείδωση | résistance à l'oxydation |
mater.sc. | αντοχή στην πίεση | résistance à la pression |
mater.sc., met. | αντοχή υλικού στην κρούση | résistance au poinçonnement dynamique |
med. | απευθείας παρατήρηση πάνω στην επιδερμίδα | vision directe sur l'épiderme |
mater.sc. | αποθήκευση του σανού στην ύπαιθρο | stockage du foin à l'air libre |
gen. | αποστέλλω προτάσεις τροποποιήσεως στην αρμόδια επιτροπή | renvoyer des propositions de modification à la commission compétente |
gen. | αποστέλλω προτάσεις τροποποιήσεως στην αρμόδια επιτροπή | renvoyer des amendements à la commission compétente |
gen. | Αποστολή αστυνομικής αρωγής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην Αλβανία | mission d'assistance de la Communauté européenne à la police albanaise |
gen. | Αποστολή για την εδραίωση της ειρήνης στην Κεντρική Αφρική | Mission du Conseil de paix et de sécurité d'Afrique centrale |
gen. | Αποστολή για την εδραίωση της ειρήνης στην Κεντρική Αφρική | Mission de consolidation de la paix en Centrafrique |
gen. | Αποστολή Παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ατζέ Ινδονησία | mission de surveillance à Aceh |
gen. | Αποστολή Παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ατζέ Ινδονησία | mission de surveillance de l'Union européenne à Aceh Indonésie |
med. | αποχωρισμός των αντισωμάτων με κονιοποίηση και στην συνέχεια με έκπλυση | décantation des anticorps |
energ.ind., el. | απόδοση στην ενεργό κατάσταση | rendement en mode actif |
energ.ind. | απόδοση στην ονομαστική ισχύ | rendement à puissance nominale |
gen. | απόθεση σε μικρό βάθος στην ξηρά | enfouissement à faible profondeur |
med. | απόκριση του όγκου στην ακτινοβολία | réponse de la tumeur à l'irradiation |
gen. | Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή | décision du Conseil fixant les modalités de l'exercice des compétences d'exécution conférées à la Commission |
gen. | Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή | décision "comitologie" |
tech., industr., construct. | αργαλειός με παθητικά βλήματα στην πορεία μετάβασης και επιστροφής | machine à projectiles passifs sur le trajet de retour |
med. | αρθροπάθεια προκαλούμενη από την στέρηση ή οφειλόμενη στην στέρηση των ωοθηκών | rhumatismem.ménopausique |
gen. | Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κινσάσα ΛΔΚ όσον αφορά την Ενοποιημένη Αστυνομική Μονάδα | mission de police de l'Union européenne à Kinshasa RDC en ce qui concerne l'unité de police intégrée |
gen. | Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | opération Proxima |
gen. | Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | mission de police de l'Union européenne dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
med. | ατελές αντιγόνο στην περίπτωση αλλεργίας | allergène incomplet |
gen. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην εγκεφαλική δεξαμενή | intracisternal |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουρήθρα | intra-urétral |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουρήθρα | endourétral |
med. | αυτός που βρίσκεται μέσα στην ουσία του αμφιβληστροειδούς | intrarétinien |
med. | αυτός που εισχώρησε στην σάρκα | incarné (incarnatus) |
med. | αύλακα στην καμπτική επιφάνεια άρθρωσης | pli articulaire (plica articularis) |
gen. | βάση υποστηρίξεως στην επιφάνεια | base de soutien logistique en surface |
gen. | βαλβίδα εκτονώσεως του ατμού στην ατμόσφαιρα | soupape de décharge de vapeur à l'atmosphère |
med., life.sc. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | programme spécifique de recherche et de développement technologique dans le domaine de la biotechnologie |
med., life.sc. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | programme Bridge |
med., life.sc. | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη | programme de recherches biotechnologiques pour l'innovation, le développement et la croissance en Europe |
gen. | βλήμα κατευθυνόμενο στην ακτινοβολία του στόχου | missile antiradiations |
gen. | βλήμα κατευθυνόμενο στην ακτινοβολία του στόχου | engin antirayonnement |
gen. | Βοήθεια για την περιστολή φορητών όπλων στην Καμπότζη' σχέδιο ASAC | projet ASAC |
gen. | Βοήθεια για την περιστολή φορητών όπλων στην Καμπότζη' σχέδιο ASAC | Assistance pour réduire les armes légères et de petit calibre au Cambodge |
med. | γελόζη στην πεπτόνη και στην χολή | gélose à la peptone et à la bile |
med. | γελόζη στην πεπτόνη και στο αίμα | gélose à la peptone et au sang |
gen. | γενικός διοικητής στην κυβέρνηση | administrateur général au gouvernement |
gen. | Γραφεία στην Κοινότητα | Bureaux dans la Communauté |
med. | δερματίτιδα οφειλόμενη στην επάφή με πρωτεϊνες | dermatite de contact aux protéines |
med. | δερματίτις οφειλομένη στην χρήση καλλυντικών που περιέχουν αιθέρια έλαια | dermatite en forme de coulée |
med. | δερματίτις οφειλόμενη στην παραφενιλίνη διαμίνη | dermatite due à la paraphénylène diamine |
med. | δερματίτις που οφείλεται στην είσοδο προνύμφης σκώληκος | dermatose initiale de l'uncinariose (unciniariatic dermatitis) |
med. | δερματίτις που οφείλεται στην είσοδο προνύμφης σκώληκος | dermatose initiale de l'ankylostomasie (unciniariatic dermatitis) |
med. | δερματίτις που οφείλεται στην παραφίνη | dermatite due à la paraffine |
med. | δερματίτις που οφείλεται στην παραφίνη | boutons de paraffine |
med. | δερματική δοκιμασία στην πενικιλλίνη | épreuve cutanée à la pénicilline |
gen. | Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση εκδόσεως | Deuxième Protocole additionnel à la Convention européenne d'extradition |
gen. | Διάσκεψη για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας και για τον αφοπλισμό στην Eυρώπη | Conférence sur le désarmement en Europe |
gen. | Διάσκεψη για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας και για τον αφοπλισμό στην Eυρώπη | Conférence sur les mesures de confiance et de sécurité et sur le désarmement en Europe |
gen. | Διάσκεψη για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας και για τον αφοπλισμό στην Eυρώπη | Conférence de Stockholm |
gen. | Διάσκεψη για την αλληλεπίδραση και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στην Ασία | conférence sur l'interaction et les mesures de confiance en Asie |
gen. | Διάσκεψη για την Οικονομική Συνεργασία στην Ευρώπη | conférence sur la coopération économique en Europe |
gen. | Διάσκεψη για τον αφοπλισμό στην Ευρώπη | Conférence sur le désarmement en Europe |
gen. | Διάσκεψη για τον αφοπλισμό στην Ευρώπη | Conférence sur les mesures de confiance et de sécurité et sur le désarmement en Europe |
gen. | Διάσκεψη για τον αφοπλισμό στην Ευρώπη | Conférence de Stockholm |
gen. | Διάσκεψη Κορυφής στην ή στο Arche | Sommet de l'Arche |
gen. | Διάσκεψη "Το μέλλον της σοσιαλιστικής ιδέας στην Ευρώπη" | Colloque "L'avenir de l'idée socialiste en Europe" |
tech., industr., construct. | διάσταση κάθετη στην πορεία της μηχανής | sens travers |
gen. | διαδικασία που στηρίζεται στην παράλειψη εναντίωσης | procédure de non-opposition |
med. | διαλείπων πυρετός οφειλόμενος στην εισπνοή ατμών καδμίου | pneumonie chimique due au cadmium |
med. | διαμαρτία στην διάπλαση | hamartie |
tech., el. | διασπορά αποτελεσμάτων μέσα στην ώρα | dispersion des résultats horaires |
tech., industr., construct. | διαστασιακή σταθερότητα στην υγρασία | stabilité dimensionnelle |
tech., industr., construct. | διαστασιακή σταθερότητα στην υγρασία | inertie à l'eau |
med. | διαταραχή στην αισθητική αντίληψη | altération de la perception sensorielle |
med. | διαφορά στην εκδήλωση της ίδιας κατάστασης | hétérophanie |
energ.ind. | διαχείριση στην πλευρά της ζήτησης | gestion de la demande |
energ.ind. | διαχείριση στην πλευρά της ζήτησης | politique de la demande |
energ.ind. | διαχείριση στην πλευρά της ζήτησης | maîtrise de la demande d'énergie |
energ.ind. | διαχείριση στην πλευρά της ζήτησης | action sur la demande |
med. | διαχωρισμός ομόλογων χρωματοσωμάτων στην ανάφαση | séparation d'anaphase |
gen. | Διεθνής πολιτική αποστολή υποστήριξης στην Αϊτή | Mission civile internationale d'appui en Haïti |
gen. | Διεθνής Συμφωνία για τη συντήρηση ορισμένων φανών στην Ερυθρά Θάλασσα | Convention internationale concernant l'entretien de certains phares de la mer Rouge |
gen. | Διερευνητικές δράσεις στην τηλεματική για αστικές περιοχές | Actions exploratoires sur la télématique dans le domaine urbain |
gen. | δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφόρηση | droit d'accès à l'information |
med. | δικαίωμα στην γενετική ταυτότητα | droit à l'identité génétique propre |
med. | διοπτρικός μεγεθυντικός φακός με διάταξη στερέωσης στην κεφαλή | loupe binoculaire avec serre-tête |
med. | διπλή-τυφλή δοκιμασία,στην οποία έχει εξασφαλιστεί ο τυχαίος χαρακτήρας των δειγματοληψιών | épreuve en double aveugle aléatoire |
energ.ind. | δÙναμη πρóσδεσης στην προβλήτα | force d'amarrage |
tech., mater.sc. | δοκιμή αντίστασης στην υδραυλική πίεση | épreuve hydraulique |
tech., mater.sc. | δοκιμή αντοχής στην εκτριβή Πίκο | test d'abrasion par roulette molletée |
tech. | δοκιμή πυρηνικών όπλων στην ατμόσφαιρα | essais dans l'atmosphère des armes nucléaires |
tech., mater.sc. | δοκιμή στην τράπεζα δοκιμών | essai en plateforme |
tech., mater.sc. | δοκιμή στην τράπεζα δοκιμών | essai en blanc |
med. | δοκιμή τοξικότητας στην αναπαραγωγή μιάς γενεάς | test de reprotoxicité sur une génération |
med. | δοκιμασία ανεκτικότητος στην γλυκόζη | épreuve de tolérance au glucose |
med. | δοκιμασία ανεκτικότητος στην φρουκτόζη | épreuve de tolérance au fructose |
med. | δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη των Hamann-Hirschmann | épreuve de tolérance au dextrose de Hamann et Hirschmann |
med. | δοκιμασία ανοχής στην ηπαρίνη | épreuve de tolérance à l'héparine |
med. | δοκιμασία ανοχής στην ιρουδίνη | épreuve de tolérance à l'hirudine |
med. | δοκιμασία ανοχής στην ιστιδίνη | épreuve de charge à l'histidine |
mater.sc. | δοκιμασία παραμόρφωσης στην κρούση | essai à choc de flexion |
mater.sc. | δοκιμασία παραμόρφωσης στην κρούση | essai de flexion au choc |
med. | δοκιμασία στην Pentagastrin | épreuve rapide à la pentagastrine |
gen. | Δράση σε επίπεδο'Ενωσης στον τομέα των υπηρεσιών δορυφορικών προσωπικών επικοινωνιών στην Ευρωπαϊκή'Ενωση | Action communautaire au niveau de l'Union dans le domaine des services de communications personnelles par satellite dans l'Union européenne |
gen. | δραστηριότητες που οφείλονται στην ύπαρξη συνόρων | activités frontalières |
gen. | Δυνάμεις Υπαγόμενες στην Δυτικοευρωπαϊκή 'Ενωση ; Δυνάμεις Υπαγόμενες στην ΔΕΕ | Forces relevant de l'Union de l'Europe occidentale |
gen. | Δυνάμεις Υπαγόμενες στην Δυτικοευρωπαϊκή 'Ενωση ; Δυνάμεις Υπαγόμενες στην ΔΕΕ | Forces relevant de l'UEO |
med. | δυσμενής επίδραση στην υγεία | effet nocif |
med. | δυσμενής επίδραση στην υγεία | effet indésirable |
med. | δυσμενής επίδραση στην υγεία | effet défavorable |
med. | δωρεά σώματος στην επιστήμη | don du corps à la science |
med. | δύσπνοια οφειλόμενη στην κόπωση | dyspnée d'effort |
gen. | είσοδος των νέων στην επαγγελματική ζωή | entrée des jeunes dans la vie active |
gen. | Ε+Α σε Προηγμένες Τεχνολογίες Επικοινωνιών στην Ευρώπη RACE 2. Ερευνα και Ανάπτυξη στον τομέα των Προηγμένων Τεχνολογιών για Επικοινωνίες στην Ευρώπη | R+D dans les technologies avancées des communications en Europe RACE |
med. | εθισμός στην χρήση καψικού ή πιπεριάς | toxicomanie au paprika |
tech., industr., construct. | ειδική καλάνδρα για δημιουργία εφέ στην επιφάνεια του υφάσματος | calandre spéciale à parcours en plusieurs épaisseurs de tissu |
gen. | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ στην Αφρικανική Ένωση | RSUE auprès de l'UA |
gen. | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ στην Αφρικανική Ένωση | représentant spécial de l'Union européenne auprès de l'Union africaine |
gen. | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας | représentant spécial de l'Union européenne pour la République fédérale de Yougoslavie |
gen. | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | RSUE dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | représentant spécial de l'UE dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | représentant spécial de l'Union européenne dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
med. | ειδικός στην βιοστατιστική | biostaticien |
med. | ειδικός στην κυτταρογενετική | cytologiste |
gen. | εκρηκτικός μηχανισμός που βρίσκεται στην κεφαλή βλήματος | fusée détonante d'ogive |
gen. | ελέγχουν την τήρηση του κανόνος που διατυπώνεται στην παράγραφο 1 | veiller au respect de la règle énoncée au paragraphe I |
med. | εμβολιασμός μικροβίου στην μια πλευρά ζώου και του ειδικού αντιορού στην άλλη | inoculation par passages |
gen. | εμπορεύματα που παραδίδονται στην ελεύθερη κυκλοφορία | marchandises admises en régime de libre pratique |
agric. | ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση | aide au stockage privé |
agric. | ενίσχυση στην κατανάλωση βουτύρου | aide à la consommation pour le beurre |
agric. | ενίσχυση στην παραγωγή | aide à la production |
gen. | ενδοανάλωση στην ομάδα | consommation interne au groupe |
med. | ενδομυική ένεση στην προσθοπλάγια επιφάνεια του γλουτού | injection intramusculaire fessière antérieure |
med. | ενστάλλαξη στην ουρήθρα | instillation urétrale |
gen. | Ενωση Παραγωγών Πετροχημικών Προϊόντων στην Ευρώπη | Association des producteurs pétrochimiques en Europe |
gen. | Ενωση Παραγωγών Πλαστικών Υλών στην Ευρώπη | Association des producteurs de matières plastiques en Europe |
med. | εξέλκωση οφειλόμενη στην άσβεστο | ulcération imputable à la chaux |
gen. | εξασφαλίζεω ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά | assurer que la concurrence n'est pas faussée dans le marché intérieur |
gen. | επίδομα επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία | indemnité d'astreinte sur le lieu de travail et à domicile |
gen. | επίδραση στην αγορά | impact sur le marché |
med. | επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | fièvre des fondeurs de laiton |
med. | επενεργών στην επιφανειακή τάση | tensioactif |
gen. | επιβαρύνσεις των ασφαλίστρων στην περίπτωση καταβολής ανά εξάμηνο, τρίμηνο ή σε μηνιαία βάση | suppléments de prime dans le cas de versements semestriels, trimestriels ou mensuels |
gen. | επιθεώρηση,στην οποία παρεμβαίνει ο παράγοντας άνθρωπος | inspection avec intervention humaine |
gen. | επιπτώσεις στην περιγεννητική ανάπτυξη | effet sur le développement périnatal |
med. | επιπτώσεις στην προγεννητική ανάπτυξη | effet sur le développement prénatal |
gen. | επισήμανση στην προστατευτική συσκευασία | étiquetage du blindage de protection |
med. | Επιστημονική Ομάδα της ΠΟΥ για την Ερευνα στην Ψυχοφαρμακολογία | Groupe scientifique OMS sur les recherches en psychopharmacologie |
med. | Επιστημονική Ομάδα της ΠΟΥ για την Νευροφυσιολογική και την Ερευνα Συμπεριφοράς στην Ψυχιατρική | Groupe scientifique OMS sur les recherches neurophysiologiques et l'étude du comportement en psychiatrie |
gen. | επιστροφές στην εξαγωγή | restitution à l'exportation |
med. | επιστροφή στην υγιεινή κατάσταση | retour à l'état hygide |
gen. | Επιτροπή Ανάπτυξης και Συνεργασίας στην Καραϊβική | Comité pour le développement et la coopération des Caraïbes |
tech., UN | Επιτροπή για την Επιστήμη και την Τεχνολογία στην Υπηρεσία της Ανάπτυξης | Commission de la science et de la technique au service du développement |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή και την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών | Comité pour l'adaptation au progrès technique et pour l'application de la directive relative à l'utilisation confinée de micro-organismes génétiquement modifiés |
energ.ind. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για την προώθηση της συμπαραγωγής ενέργειας βάσει της ζήτησης για χρήσιμη θερμότητα στην εσωτερική αγορά ενέργειας | Comité pour la mise en oeuvre de la directive concernant la promotion de la cogénération sur la base de la demande de chaleur utile dans le marché intérieur de l'énergie |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή του πρωτοκόλου 9 για τις οδικές, σιδηροδρομικές και συνδυασμένες μεταφορές στην Αυστρία Ecopoints | Comité pour la mise en œuvre du Protocole n° 9 sur le transport par route et par rail et le transport combiné en Autriche Écopoints |
gen. | Επιτροπή για την προσαγμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα των οργάνων μετρήσεως | Comité pour l'adaptation au progrès technique des directives visant l'élimination des entraves techniques aux échanges dans le secteur des instruments de mesurage |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive relative à la qualité des eaux destinées à la consommation humaine |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive concernant la qualité des eaux douces ayant besoin d'être protégées ou améliorées pour être aptes à la vie des poissons |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί των μεθόδων μετρήσεως και περί της συχνότητας των δειγματοληψιών και της αναλύσεως των επιφανειακών υδάτων τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive relative aux méthodes de mesure et à la fréquence des échantillonnages et de l'analyse des eaux superficielles destinées à la production d'eau alimentaire |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί των στερεών αποβλήτων | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive relative aux déchets |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ιδίως του εδάφους κατά τη χρησιμοποίηση της ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive relative à la protection de l'environnement et notamment des sols, lors de l'utilisation des boues d'épuration en agriculture |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από τον αμίαντο | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive concernant la prévention et la réduction de la pollution de l'environnement par l'amiante |
energ.ind. | επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με το ηλεκτρολογικό υλικό που χρησιμοποιείται σε εκρήξιμη ατμόσφαιρα | Comité pour l'adaptation au progrès technique - matériel électrique utilisable en atmosphère explosible |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της αποφάσεως περί καθιερώσεως κοινής διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών για την ποιότητα των γλυκών επιφανειακών υδάτων | Comité pour l'adaptation au progrès technique de la décision instituant une procédure commune d'échange d'informations relative à la qualité des eaux douces superficielles |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων | Comité pour l'adaptation au progrès technique de la directive relative au traitement des eaux urbaines résiduaires |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους | Comité pour l'adaptation au progrès technique de la directive concernant le rapprochement des législations des États membres relatives aux émissions sonores dans l'environnement des matériels destinés à être utilisés à l'extérieur des bâtiments |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για τις συσκευές αερολυμάτων | Comité pour l'adaptation au progrès technique de la directive "générateurs d'aérosols" |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους | Comité pour l'adaptation au progrès technique de la directive concernant le rapprochement des législations des États membres relatives à la réception des véhicules à moteur et de leurs remorques |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητοツ των υδάτων κολυμβήσεως | Comité pour l'adaptation au progrès technique de la directive concernant la qualité des eaux de baignade |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα των απορρυπαντικών | Comité pour l'adaptation au progrès technique des directives visant à l'élimination des entraves techniques aux échanges dans le secteur des détergents |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα των ηλεκτρολογικών μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται στην κτηνιατρική | Comité pour l'adaptation au progrès technique des directives visant à l'élimination des entraves techniques aux échanges dans le secteur des appareils électriques utilisés en médecine vétérinaire |
gen. | Επιτροπή εθνικών και διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων και προσώπων με εσωτερική ναυσιπλοΐα στην Κοινότητα | Comité des transports nationaux et internationaux de marchandises et de personnes par voie navigable dans la Communauté |
gen. | Επιτροπή επαφών για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας | Comité de contact pour l'harmonisation de certains aspects du droit d'auteur et des droits voisins dans la société de l'information |
gen. | Επιτροπή Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Καλλυντικά Προϊόντα | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique des directives visant les produits cosmétiques |
tech., energ.ind. | Επιτροπή Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Περί Ενδείξεων με Επισήμανση της Καταναλώσεως Ενεργείας των Οικιακών Συσκευών | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique des directives visant l'information sur la consommation d'énergie des appareils ménagers par voie d'étiquetage |
gen. | Επιτροπή Συνεισφερόντων για τη Στρατιωτική Επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Comité des contributeurs pour l'opération militaire de l'Union européenne dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ | Comité de liaison des organisations non gouvernementales de développement auprès de l'Union européenne |
gen. | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ | comité de liaison des ONG |
gen. | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ | Comité de liaison ONGD-UE |
gen. | επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων | entreprise dont l'activité consiste en opérations de réassurance |
med. | επώδυνα σημεία Boas στην πίεση | points douloureux à la pression de Boas |
med. | επώδυνον φρενικό σημείο,στην πίεση | point douloureux phrénique |
gen. | εργασιακή ασφάλεια,ασφάλεια στην εργασία | sécurité du travail |
gen. | Ερευνα και Ανάπτυξη στον τομέα των Προηγμένων Τεχνολογιών για Επικοινωνίες στην Ευρώπη | Recherche avancée sur les communications en Europe |
gen. | ετεροχρονισμός στην απόδοση πχ. των δανείων | rentabilité différée |
energ.ind., industr. | ευαίσθητος στην επαφή διακόπτης | interrupteur à touche à effet tactile |
mater.sc. | ευαίσθητος στην κρούση | sensible aux chocs |
med. | ευαισθησία στην πίεση | sens de la pression |
med. | ευαισθησία στο βάρος ή στην πίεσιν | baresthésie |
obs., ed. | Ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς μονάδων μαθητείας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση | système européen de transfert d'unités capitalisables pour l'EFP |
obs., ed. | Ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς μονάδων μαθητείας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση | système européen de transfert d'unités capitalisables pour l'éducation et la formation professionnelles |
obs., ed. | Ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς μονάδων μαθητείας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση | système européen de crédits d'apprentissages pour l'enseignement et la formation professionnels |
med. | ζώνη στην οποία ισχύουν περιοριστικά μέτρα | zone de restriction |
gen. | η ανάμειξη των δημόσιων αρχών στην ιδιωτική κατάσταση ζωή ... | ingérence des pouvoirs publics dans la situation privée |
gen. | Η απόφαση υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, αλλά το αγγλικό/γαλλικό κείμενο είναι το μόνο αυθεντικό της συμφωνίας. Οι μεταφράσεις του κειμένου της συμφωνίας θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα. | La décision existe dans toutes les langues, mais, pour l'accord, la version anglaise / française est la seule qui fait foi. Les traductions du texte de l'accord seront publiées au Journal officiel. |
mater.sc., met. | η εναλλασσόμενη κάμψη προκαλεί διακυμάνσεις τάσεων στην περιοχή ορίου διαρροής | le pliage alterné élimine les crochets du palier de limite élastique |
gen. | η επεξεργασία σχεδίων γνωμών τα οποία υποβάλλουν στην κρίση της επιτροπής αυτής | élaborer des projets d'avis à soumettre aux délibérations du Comité |
gen. | η Kοινότης στην αρχική της σύνθεση | la Communauté dans sa composition originaire |
gen. | η Kοινότης στην παρούσα της σύνθεση | la Communauté dans sa composition actuelle |
gen. | η πραγματοποίηση του έργου που έχει ανατεθεί στην Kοινότητα εξαφαλίζεται από... | la réalisation des tâches confiées à la Communauté est assurée par... |
med. | θάνατος κυττάρου στην αναπαραγωγική φάση | arrêt mortel de la reproduction cellulaire |
gen. | θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητά της | question relevant de sa compétence exclusive |
gen. | θέση στην ιεραρχία | rang dans la hiérarchie |
gen. | θέση στην οποία έχει επίσημα τοποθετηθεί ο κρινόμενος | affectation officielle du noté |
tech., mech.eng. | θερμοκρασία στην πρόσθια πλευρά του φίλτρου | température prescrite à la section d'entrée du filtre |
tech. | θερμόμετρο στην έξοδο του ψυκτικού από κανάλι | thermomètre de liquide de refroidissement à la sortie d'un canal |
gen. | ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή | assistance médicale à la procréation |
gen. | ιδιότητα δυνάμει υποψηφίου για προσχώρηση στην ΕΕ | qualité de candidat potentiel à l'adhésion à l'Union européenne |
gen. | ικανότητα αντιμετώπισης των ανταγωνιστικών πιέσεων και των δυνάμεων της αγοράς στην Ένωση | capacité à faire face à la pression concurrentielle et aux forces du marché à l'intérieur de l'Union |
med. | ινιακό εντύπωμα στην παρεγκεφαλίδα | empreinte occipitale du cervelet |
tech., chem. | ιοντοανταλλάκτης στην οξική φάση | échangeur d'ions en phase acétate |
med. | ιριδίτις ή ιρίτις,οφειλομένη στην ουρική αρθρίτιδα | iritis goutteuse |
med. | κάθε νόσος που οφείλεται στην αύξηση της ατμοσφαιρικής πιέσεως | maladie des caissons |
gen. | Κέντρο Ενημέρωσης για την Εκπαίδευση στην Ευρώπη | Centre de Documentation pour l'Education en Europe |
gen. | καθορισμός των προτύπων που υποχρεούνται στην καταβολή τελωνειακής οφειλής | détermination des personnes tenues en paiement d'une dette douanière |
gen. | καλώντας τους άλλους λαούς να συμμετάσχουν στην προσπάθειά τους | appeler les autres peuples à s'associer à leur effort |
energ.ind. | Κανονισμός για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στην ενεργειακή αγορά | règlement concernant l'intégrité et la transparence du marché de l'énergie |
gen. | κατάθεση και εγγραφή στην κεντρική δελτιοθήκη των εκθέσεων και των γνωμοδοτήσεων που εγκρίθηκαν | dépôt et inscription au fichier central des rapports et avis adoptés |
med. | κατάστασις που οφείλεται στην χρήση των βαρβιτουρικών ενώσεων και χαρακτηρίζεται από κεφαλαλγίες,πυρετούς και δερματικά εξανθήματα | barbiturisme |
mater.sc. | κατηγορίες αντίστασης στην πυρκαγιά | catégorie de résistance au feu |
med. | κινητοποίησις των λευκοκυττάρων και αντισωμάτων στην έδρα της λοιμώξεως | cataphylaxie |
obs. | Κοινή δήλωση σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της νέας διαδικασίας συναπόφασης άρθ. 251 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας | Déclaration commune sur les modalités pratiques de la nouvelle procédure de codécision article 251 du Traité instituant la communauté européenne |
gen. | κοινοτική ενίσχυση στην κατανάλωση | aide communautaire à la consommation |
gen. | κοινοτική προτίμηση στην απασχόληση | préférence communautaire à l'emploi |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προσαρμογή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά | Initiative communautaire sur l'adaptation des petites et moyennes entreprises au marché unique |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα συντονισμού της έρευνας και της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας στην ιατρική και την υγεία1987-1991 | Programme de coordination en matière de recherche et de développement de la Communauté économique européenne dans le domaine de la recherche médicale et sanitaire1987-1991 |
gen. | κοινωνική προσέγγιση της πρόσβασης σε ιδιόκτητη στέγη στην Ευρώπη | approche sociale de l'accession à la propriété du logement en Europe |
gen. | κοινότητα ασκήσεων' συμμετέχοντες στην άσκηση | personnels concernés par les exercices |
tech., industr., construct. | κύλινδρος ανύψωσης ινών στην κορυφή της γαρνιτούρας του τυμπάνου της γκαρνέττας | balayeur d'une garnette |
gen. | Κώδικας δεοντολογίας της ΕΕ για τη συμπληρωματικότητα και τον καταμερισμό της εργασίας στην αναπτυξιακή πολιτική | Code de conduite de l'UE sur la division du travail dans la politique de développement |
gen. | Κώδικας δεοντολογίας της ΕΕ για τη συμπληρωματικότητα και τον καταμερισμό της εργασίας στην αναπτυξιακή πολιτική | Code de conduite de l'UE sur la complémentarité et la division du travail dans la politique de développement |
med. | λίθος στην μήτρα | calcul utérin |
gen. | Λαϊκό Κίνημα κατά της συμμετοχής στην ΕΚ | Mouvement populaire contre l'UE |
gen. | Λαϊκό Κίνημα κατά της Συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Mouvement populaire contre la CE |
med. | λειχηνοειδές εξάνθημα των εργαζομένων στην εμφάνιση έγχρωμων φιλμ | éruption lichénienne des employés développant les films en couleur |
med. | λειχηνοειδές εξάνθημα των εργαζομένων στην εμφάνιση έγχρωμων φιλμ | dermite lichénoïde de contact |
med. | λόγος της ελάχιστης θανατηφόρου δόσης προς τη θεραπευτική δόση,στην ακτινοθεραπεία | dosimétrie en radiothérapie |
mater.sc., el. | μέθοδος συμμετοχής στην αιχμή του συστήματος | méthode de la participation à la pointe |
med. | μέρος του ιατρικού ιστορικού που οφείλεται στην εργασία | anamnèse professionnelle |
gen. | μέσο στήριξης της ειρήνης στην Αφρική | facilité de paix pour l'Afrique |
gen. | μέσο στήριξης της ειρήνης στην Αφρική | facilité de soutien à la paix pour l'Afrique |
tech. | μέτρο στην τέταρτη δύναμη | m4 |
tech. | μέτρο στην τέταρτη δύναμη | 1 mètre à la puissance quatre |
tech. | μέτρο στην τετάρτη | m4 |
tech. | μέτρο στην τετάρτη | 1 mètre à la puissance quatre |
med., industr., construct. | μήκος από τον έβδομο αυχενικό στην προεξοχή του στήθους | longueur septième vertèbre cervicale-pointe de sein |
med. | μακέτα στη μορφή με την οποία θα κυκλοφορήσει στην αγορά | maquette du modèle-vente |
tech., mech.eng. | μανόμετρο στην αναρρόφηση | manomètre d'aspiration |
tech., mech.eng. | μανόμετρο στην κατάθλιψη | manomètre de refoulement |
med. | μεγίστη έκθεση στην εισπνοή της δοκιμαζόμενης ουσίας | exposition maximale par inhalation de la substance à tester |
gen. | Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία | Comité mixte pour l'accord entre la CE, l'Islande et la Norvège relatif aux critères et aux mécanismes permettant de déterminer l'État responsable de l'examen d'une demande d'asile introduite dans un État membre, en Islande ou en Norvège |
med. | μελέτη τοξικότητας στην αναπαραγωγή δύο γενεών | étude de toxicité pour la reproduction sur deux générations |
gen. | μετάβαση από την "προαιρετική" εναρμόνιση στην "πλήρη" εναρμόνιση | passage de l'harmonisation optionnelle à l'harmonisation totale |
med., life.sc. | μετάλλαξη θανατηφόρα στην ημίζυγη κατάσταση | mutation létale à l'état hémizygote |
gen. | μεταβίβαση αρμοδιότητας στην επιτροπή των πρέσβεων | délégation de compétence au Comité des ambassadeurs |
gen. | μετατρέπω ξένο νόμισμα στην τιμή τοις μετρητοίς του οικείου νομίσματος | convertir aux cours au comptant |
gen. | μη ρίχνετε τα υπολείμματα στην αποχέτευση | ne pas jeter les résidus à l'égout |
gen. | μη ρίχνετε τα υπολείμματα στην αποχέτευση | S29 |
mater.sc. | μηχανή ελέγχου αντοχής στην κάμψη και παραμόρφωση | machine à essayer les matériaux au flambage |
mater.sc. | μηχανή ελέγχου αντοχής στην κάμψη και παραμόρφωση | machine à déterminer la résistance au flambage |
tech., industr., construct. | μηχανισμός ελέγχου απελευθέρωσης από τα κλιπ στην έξοδο | contrôleur de dépincement de sortie |
tech., industr., construct. | μηχανισμός ελέγχου απελευθέρωσης από τις βελόνες στην έξοδο | contrôleur de dépicotage de sortie |
tech., industr., construct. | μηχανισμός σχηματισμού ρεζέρβας στην κορυφή | dispositif de formation de réserve de pointe |
gen. | μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ | représentation permanente auprès de l'UE |
gen. | Μόνιμη Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση | représentation permanente auprès de l'Union européenne |
gen. | Μόνιμο Συμβούλιο; Μόνιμο Συμβούλιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη; Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΣΕ | Conseil permanent |
gen. | νέα τοποθέτηση στην έδρα της Επιτροπής | réaffectation au siège de la Commission |
med. | νεογνικές διαμαρτίες προκαλούμενες από καταπόνηση στην εργασία της μητέρας | malformation du nouveau-né due aux contraintes du travail |
med. | νεφρική υπέρτασις οφειλόμενη στην απόφραξη των νεφρικών αρτηριών | syndrome de Goldblatt humain |
med. | νεφρός ευρισκόμενος μέσα στην πύελο | ectopie rénale pelvienne |
med. | νεύρωσις οφειλόμενη στην συνταξιοδότηση | troubles de la mise à la retraite |
med. | νόσος των ορνίθων οφειλόμενη στην έλλειψη βιταμίνης Α | goutte viscérale |
gen. | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε πρωτόκολλο προσηρτημένο στην παρούσα συνθήκη | le statut de la Cour est fixé par un Protocole annexé au présent Traité |
gen. | Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία εξ ονόματος της Ένωσης υπό την επιφύλαξη της σύναψής της και να προβούν στην ακόλουθη δήλωση/ κοινοποίηση, η οποία επισυνάπτεται στην (τελική πράξη) της συμφωνίας…]: | Le président du Conseil est autorisé à désigner la ou les personnes habilitées à signer l'accord au nom de l'Union, sous réserve de sa conclusion, et à procéder à la déclaration / notification suivante qui est jointe à [(l'acte final de) l'accord / …]: |
gen. | ο υπάλληλος δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή | le fonctionnaire peut saisir l'autorité investie du pouvoir de nomination d'une demande |
gen. | οι κανονισμοί δημοσιεύονται στην Eπίσημη Eφημερίδα της Kοινότητος | les règlements sont publiés dans le Journal officiel de la Communauté |
gen. | Ομάδα "Διεύρυνση και χώρες που διαπραγματεύονται την προσχώρησή τους στην ΕΕ" | Groupe "Élargissement et pays menant des négociations d'adhésion à l'UE" |
gen. | Ομάδα εμπειρογνωμόνων για την παροχή συμβουλών στην Επιτροπή σχετικά με στρατηγική για τα ατυχήματα στον τομέα των μεταφορών | Groupe d'experts chargé de conseiller la Commission sur la stratégie en matière d'accidents dans le secteur des transports |
gen. | Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη | Organisation pour la sécurité et la coopération en Europe |
med. | ορολογικός έλεγχος στην εκμετάλλευση | contrôle sérologique à l'exploitation |
med. | οστεομυελίτιδα στην οπή διάτρησης οστού | ostéomyélite du canal de forage |
med. | ουσία που αναγράφεται στην ευρωπαϊκή φαρμακοποιία | produit figurant à la pharmacopée européenne |
gen. | παραγωγικές επενδύσεις στην γεωργία | investissements productifs de l'agriculture |
gen. | Παρακαλείσθε να γνωστοποιήσετε το ταχύτερο στην Υπηρεσία Διασκέψεων τον κατάλογο των μελών της αντιπροσωπίας σας που θα συμμετάσχουν στη σύνοδο αυτή: ηλεκτρονική διεύθυνση: ... | Veuillez transmettre au service des conférences, aussi rapidement que possible, une liste des délégués qui participeront à cette réunion. Adresse électronique: |
gen. | Παρακαλείσθε να γνωστοποιήσετε το ταχύτερο στην Υπηρεσία Διασκέψεων τον κατάλογο των μελών της αντιπροσωπίας σας που θα συμμετάσχουν στη σύνοδο αυτή: ηλεκτρονική διεύθυνση: ... | Veuillez fournir le plus rapidement possible la liste des participants de votre délégation à cette réunion au Service Conférences Organisation: E-mail adresse: ... fax: ... |
med. | παραμόρφωσις οφειλόμενη στην ένταση ή άγχος | déformation par pression exagérée |
med. | παρουσία αιμοσφαιρίνης στην χολή | hémoglobinobilie |
gen. | περιορισμοί στην πολυπλοκότητα του χώρου-χρόνου | limites dans la complexité temps-espace |
med. | περιτονίτις της πυέλου καταλήγουσα στην πάχυνση των προσβληθέντων τμημάτων | pachypelvipéritonite |
med. | πνευμονοκοκκίωσις οφειλομένη στην εισπνοή σκόνης βαρίτου ή βαρίου | barytose pulmonaire |
med. | πνευμονοκονίωσις,οφειλόμενη στην σκόνη που εκπέμπουν οι υψικάμινοι | pneumoconiose par poussière de haut-fourneaux |
tech., mater.sc. | ποιότητα στην παράδοση | qualité de la livraison |
gen. | Πολιτικοστρατιωτική δράση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν | action de soutien civilo-militaire de l'Union européenne à la mission de l'Union africaine dans la région soudanaise du Darfour |
gen. | Πολιτικοστρατιωτική δράση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν | action de soutien AMIS UE |
gen. | Πολυεθνική δύναμη προστασίας στην Αλβανία | Force multinationale de protection pour l'Albanie |
gen. | Πολυετές πρόγραμμα για την προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας στην κοινωνία της πληροφορίας | Programme pluriannuel visant à promouvoir la diversité linguistique de la Communauté dans la société de l'information |
energ.ind. | πολυετές πρόγραμμα για την προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας στην Κοινότητα | Programme pluriannuel pour la promotion de l'efficacité énergétique dans la Communauté |
gen. | Πολυετές πρόγραμμα προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας στην κοινωνία των πληροφοριών | Société de l'information multilingue |
gen. | Πολυετές πρόγραμμα προωθήσεως της γλωσσικής πολυμορφίας της Κοινότητας στην κοινωνία των πληροφοριών | Programme pluriannuel pour promouvoir la diversité linguistique de la Communauté dans la société de l'information |
energ.ind. | Πολυετές πρόγραμμα προώθησης της ενεργειακής απόδοσης στην Κοινότητα | Programme pluriannuel pour la promotion de l'efficacité énergétique dans la Communauté |
gen. | πρέπει να μειωθεί το συνολικό της μερίδιο στην αγορά | raboter sa part totale de marché |
gen. | πριμοδότηση στην απασχόληση | prime à l'emploi |
gen. | προβαίνω στην εξέταση ... και συνάγω προσανατολισμούς ... | procéder à l'examen et ... dégager des orientations |
med. | προσδιορισμός της αλκοόλης στην αναπνοή | dosage de l'alcool dans l'air expiré |
tech. | προστασία ενάντια στην ακτινοβολία | écran anti-rayonnement |
tech. | προστασία ενάντια στην ακτινοβολία | protection contre le rayonnement |
gen. | προσφυγή στην τυπική ψηφοφορία | recours au vote formel |
gen. | Πρωτόκολλο αριθ. 3 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών ενώσεων και αρχών σχετικά με τους ομίλους διαπεριφερειακής συνεργασίας | Protocole n° 3 à la Convention-cadre européenne sur la coopération transfrontalière des collectivités ou autorités territoriales relatif aux Groupements eurorégionaux de coopération GEC |
gen. | Πρωτόκολλο για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας των σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα | Protocole pour la répression d'actes illicites contre la sécurité des plates-formes fixes situées sur le plateau continental |
gen. | Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των θεσμικών πτυχών της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφ' ενός και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας αφ' ετέρου προκειμένου να ληφθεί υπόψιν η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Protocole portant adaptation des aspects institutionnels de l'accord européen établissant une association entre les Communautés européennes et leurs Etats membres, d'une part, et la République de Bulgarie, d'autre part, afin de tenir compte de l'adhésion de la République d'Autriche, de la République de Finlande et du Royaume de Suède à l'Union européenne |
gen. | Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί των προϊόντων των υπαγομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακος και Χάλυβος, έναντι της Αλγερίας και των υπερποντίων διαμερισμάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας | Protocole relatif au régime à appliquer aux produits relevant de la Communauté européenne du charbon et de l'acier à l'égard de l'Algérie et des départements d'outre-mer de la République française |
gen. | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Benelux, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα ...βλ. NOTES | Protocole d'adhésion du Gouvernement de la République hellénique à l'Accord entre les Gouv. des États de l'Union économique Benelux, de la Rép. fédérale d'Allemagne et de la Rép. française relatif à la suppression graduelle des contrôles aux frontières communes signé à Schengen le 14 juin 1985, tel qu'amendé par le Prot. d'adh. du Gouv. de la Rép. italienne ., et par les Prot. d'adh. des Gouv. du Royaume d'Espagne et de la Rep. Portuguaise |
gen. | Πρωτόκολλο προσχώρησης της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση, συνοδευόμενο από Παράρτημα | Protocole d'adhésion de la République hellénique à l'Union de l'Europe occidentale accompagné d'une Annexe |
gen. | Πρωτόκολλο στην ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των προσφύγων | Protocole à la Convention européenne sur les fonctions consulaires relatif à la protection des réfugiés |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Protocole relatif aux conditions et modalités d'admission de la République de Bulgarie et de la Roumanie à l'Union européenne |
gen. | Πρωτόκολλο του 1993 για την παράταση της Διεθνούς Συμφωνίας του 1986 για το ελαιόλαδο και τις επιτραπέζιες ελιές με τροποποιήσεις στην εν λόγω Συμφωνία | Protocole de 1993 portant reconduction de l'accord international de 1986 sur l'huile d'olive et les olives de table avec amendements audit accord |
gen. | Πρωτόκολλο του 2005 στο Πρωτόκολλο για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας σταθερών εξεδρών που ευρίσκονται στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα | Protocole de 2005 au Protocole pour la répression d'actes illicites contre la sécurité des plates-formes fixes situées sur le plateau continental |
mater.sc., construct. | πρόβολος κάθετος στην όχθη | épi normal |
gen. | Πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας στην υπηρεσία της ανάπτυξης1987-1991 | Programme de recherche et de développement dans le domaine de la science et de la technique au service du développement1987-1991 |
gen. | Πρόγραμμα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων και για την προώθηση της ανάπτυξης των επιχειρήσεων, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσα στην Κοινότητα | Programme d'amélioration de l'environnement des entreprises et de promotion du développement des entreprises, en particulier des petites et moyennes entreprises, dans la Communauté |
gen. | Πρόγραμμα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων και για την προώθηση της ανάπτυξης των επιχειρήσεων,και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,μέσα στην Κοινότητα | Programme d'amélioration de l'environnement des entreprises et de promotion du développement des entreprises,en particulier des petites et moyennes entreprises,dans la Communauté |
gen. | Πρόγραμμα τεχνικής βοήθειας στην Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών | Programme d'assistance technique à la Communauté des Etats indépendants |
gen. | πρόσβαση στην κοινή αγορά αεροπορικών μεταφορών | règles d'accès au marché commun de l'aviation |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πληροφόρηση για το αλλοδαπό Δίκαιο | Protocole additionnel à la Convention européenne dans le domaine de l'information sur le droit étranger |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση εκδόσεως | Protocole additionnel à la Convention européenne d'extradition |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών | Protocole additionnel à la Convention-cadre européenne sur la coopération transfrontalière des collectivités ou autorités territoriales |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 που αναφέρεται στην προστασία των θυμάτων των διεθνών ένοπλων συγκρούσεων Πρωτόκολλο Ι | Protocole additionnel aux Conventions de Genève du 12 août 1949, relatif à la protection des victimes des conflits armés internationaux Protocole I |
gen. | Πρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας της πληροφορίας,στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών | Actions pilotes visant à intégrer la notion de société de l'information dans la politique de développement régional des régions défavorisées |
med. | πρώιμος υποβολή στην επίδραση της δακτυλίτιδος | digitalisation précoce |
med. | πυριτίαση των εργαζομένων στην διάνοιξη σηράγγων | silicose des perceurs de tunnel |
med. | πόνος στην πίεση του βολβού του οφθαλμού | douleur à la pression des globes oculaires |
med. | ρινόρροια οφειλόμενη στην πλατίνα | rhinorrhée due au platine |
gen. | ρόλος των εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή'Ενωση | rôle des Parlements nationaux dans l'Union européenne |
gen. | σκέλος για την "πρόληψη των κρίσεων και των συγκρούσεων στην Αφρική" | volet visant la prévention des crises et des conflits en Afrique |
gen. | σκληρομέτρηση στην περιοχή συγκόλλησης | essai de dureté sous cordon |
med. | σπάνια πνευμονοκονίωση οφειλόμενη στην εισπνοή διατόμων | pneumoconiose due aux diatomites |
gen. | σταθερότης στην επέκτασητης οικονομίας | la stabilité dans l'expansion |
tech., chem., mech.eng. | σταθερότητα στην οξείδωση | stabilité à l'oxydation |
med. | στατιστικολόγος ειδικός στην βιοστατιστική | biostaticien |
gen. | στελέχη που εμπλέκονται στην ανάληψη σημαντικών κινδύνων | preneur de risques significatifs |
tech., met. | στη δοκιμασία λέβητα το μέταλλο παραμένει στην ελαστική περιοχή | lors de l'épreuve d'un récipient chaudronné, le métal ne sort pas du domaine élastique |
gen. | στην περίπτωση που διαφορά θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος αυτό | dans le cas où un litige mettrait en cause cette validité |
gen. | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων του Μάλι | mission de formation de l'UE au Mali |
gen. | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων του Μάλι | mission militaire de l'Union européenne visant à contribuer à la formation des forces armées maliennes |
gen. | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των σομαλικών δυνάμεων ασφαλείας | mission de formation en Somalie |
gen. | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των σομαλικών δυνάμεων ασφαλείας | mission militaire de l'Union européenne visant à contribuer à la formation des forces de sécurité somaliennes |
gen. | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη επιχειρήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας προς ανταπόκριση στην κατάσταση κρίσης που επικρατεί στη Λιβύη | opération militaire de l'Union européenne à l'appui d'opérations d'aide humanitaire en réponse à la situation de crise en Libye |
gen. | Στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας | opération ATALANTA |
gen. | Στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας | opération militaire de l'Union européenne en vue d'une contribution à la dissuasion, à la prévention et à la répression des actes de piraterie et de vols à main armée au large des côtes de la Somalie |
gen. | Στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας | Atalanta |
gen. | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία | EUFOR RCA |
gen. | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία | opération militaire de l'Union européenne en République centrafricaine |
gen. | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | opération militaire de l'Union européenne dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | opération Concordia |
gen. | στρογγυλεύω στρογγυλεύοντας στην πρώτη δεκαδική μονάδα | en arrondissant à la première décimale |
gen. | συμβατικές δυνάμεις στην Ευρώπη | forces conventionnelles en Europe |
gen. | Συμβουλευτικές επιτροπές διαχείρισης και συντονισμού των κοινοτικών δραστηριοτήτων στην έρευνα, την ανάπτυξη και την επίδειξη | Comités consultatifs en matière de gestion et de coordination des activités de recherche, de développement et de démonstration communautaires |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Comité consultatif pour les mesures à prendre en cas de crise dans le marché des transports de marchandises par route et pour l'application de la législation relative aux conditions de l'admission des transporteurs non-résidents aux transports nationaux de marchandises par route dans un Etat membre cabotage |
gen. | Συμβούλιο για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη | conseil pour la sécurité et la coopération en Europe |
gen. | Συμβούλιο για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Κεντρική Αφρική | Conseil de paix et de sécurité de l'Afrique centrale |
mater.sc., met. | συμπεριφορά στην πυρκαγιά | comportement au feu |
gen. | Συμφωνία για την προστασία της χλωρίδας στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού | Accord sur la protection des végétaux dans la région de l'Asie du Sud-Est et du Pacifique |
gen. | Συμφωνία για το νομικό καθεστώς της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων στην Αρόλσεν | Accord relatif au statut juridique du Service international de recherches à Arolsen |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Αλβανίας για τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Αλβανίας στην στρατιωτική επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση ALTHEA | Accord entre l'Union européenne et la République d'Albanie sur la participation de la République d'Albanie à l'opération militaire de gestion de crise menée par l'Union européenne en Bosnie-et-Herzégovine opération ALTHEA |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Εσθονίας σχετικά με τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Εσθονίας στις υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμεις EUF στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Accord entre l'Union européenne et la République d'Estonie concernant la participation de la République d'Estonie aux forces placées sous la direction de l'Union européenne FUE dans l'ancienne République Yougoslave de Macédoine |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Λιθουανίας σχετικά με τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Λιθουανίας στις υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμεις EUF στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Accord entre l'Union européenne et la République de Lituanie concernant la participation de la République de Lituanie aux forces placées sous la direction de l'Union européenne FUE dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σλοβακίας σχετικά με τη συμμετοχή των ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας της Σλοβακίας στις υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμεις EUF στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Accord entre l'Union européenne et la République slovaque concernant la participation des forces armées de la République slovaque aux forces placées sous la direction de l'Union européenne FUE dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας σχετικά με τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Τουρκίας στις υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμεις στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Accord entre l'Union européenne et la République de Turquie concernant la participation de la République de Turquie aux forces placées sous la direction de l'Union européenne dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας ΟΔΓ σχετικά με τις δραστηριότητες της αποστολής επιτήρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΕΕΕ στην ΟΔΓ | Accord entre l'Union européenne et la République fédérale de Yougoslavie relatif aux activités de la Mission de surveillance de l'Union européenne EUMM en République fédérale de Yougoslavie |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για το καθεστώς και τις δραστηριότητες της αστυνομικής αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας EUPOL "Proxima" | Accord entre l'Union européenne et l'ancienne République yougoslave de Macédoine relatif au statut et aux activités de la Mission de police de l'Union européenne dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine EUPOL Proxima |
gen. | συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σχετικά με τη συμμετοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην επιχείρηση στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση ALTHEA | accord entre l'Union européenne et l'ancienne République yougoslave de Macédoine sur la participation de l'ancienne République yougoslave de Macédoine à l'opération militaire de gestion de crise menée par l'Union européenne en Bosnie-et-Herzégovine opération ALTHEA |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σχετικά με το καθεστώς του προσωπικού των δυνάμεων υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης EUF στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Accord entre l'Union européenne et l'ancienne République yougoslave de Macédoine relatif au statut des forces placées sous la direction de l'Union européenne FUE dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρουμανίας σχετικά με τη συμμετοχή της Ρουμανίας στις υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμεις EUF στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Accord entre l'Union européenne et la Roumanie concernant la participation de la Roumanie aux forces placées sous la direction de l'Union européenne FUE dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τσεχικής Δημοκρατίας σχετικά με τη συμμετοχή της Τσεχικής Δημοκρατίας στις υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμεις στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας | Accord entre l'Union européenne et la République tchèque concernant la participation de la République tchèque aux forces placées sous la direction de l'Union européenne dans l'ancienne République yougoslave de Macédoine |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου για τη συμμετοχή του Βασιλείου του Μαρόκου στην επιχείρηση στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση Althea | Accord entre l'Union européenne et le Royaume du Maroc sur la participation du Royaume du Maroc à l'opération militaire de gestion de crise menée par l'Union européenne en Bosnie-et-Herzégovine opération Althea |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας για τις πρόδρομες και χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών | Accord entre la Communauté européenne et la République de Turquie concernant les précurseurs et les substances chimiques utilisés fréquemment pour la fabrication illicite de drogues ou de substances psychotropes |
gen. | συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της κυβέρνησης της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ για την πρόσβαση στην αγορά | Accord sur l'accès aux marchés entre la Communauté européenne et le gouvernement de la République socialiste du Viêt Nam |
med. | Συμφωνία που Αφορά στην Παραγωγή στο Εσωτερικό Εμπόριο και στην Χρήση Παρασκευασμένου Οπίου | Accord concernant la fabrication le commerce intérieur et l'usage de l'opium préparé |
energ.ind., el. | Συμφωνία Συνεργασίας στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής | accord de coopération entre la Communauté européenne de l'énergie atomique et les Etats-Unis d'Amérique dans le domaine des utilisations pacifiques de l'énergie nucléaire |
gen. | συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κυβέρνησης της Ινδονησίας για τα καθήκοντα, το καθεστώς, τα προνόμια και τις ασυλίες της Αποστολής Παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ατσέ της Ινδονησίας Aceh Monitoring Mission - AMM και του προσωπικού της | Accord sous forme d'échange de lettres entre l'Union européenne et le gouvernement indonésien relatif aux tâches, au statut et aux privilèges et immunités de la mission de surveillance de l'Union européenne à Aceh Indonésie, mission de surveillance à Aceh - MSA et de son personnel |
gen. | συμφωνίες που αποβλέπουν,με βάση την αμοιβαιότητα και προς το κοινό όφελος,στην... | les accords visant,sur une base de réciprocité et d'avantages mutuels,à... |
gen. | συνεργασία για τα δίκτυα OSI στην Ευρώπη | Coopération sur les systèmes ouverts de communication en Europe |
gen. | Συνεργασία στην περιοχή της Αρκτικής | coopération septentrionale |
gen. | Συνθήκη για τη δημιουργία αποπυρηνικοποιημένης ζώνης στην Νοτιοανατολική Ασία | Traité de Bangkok |
gen. | Συνθήκη για τη δημιουργία αποπυρηνικοποιημένης ζώνης στην Νοτιοανατολική Ασία | Traité créant une zone dénucléarisée en Asie du Sud-Est |
gen. | Συνθήκη για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας, του Βασιλείου της Νορβηγίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενεργείας | Traité relatif à l'adhésion à la Communauté économique européenne et à la Communauté européenne de l'énergie atomique du Royaume de Danemark, de l'Irlande, du Royaume de Norvège et du Royaume-Uni de Grande-Bretagne et d'Irlande du Nord |
gen. | Συνθήκη για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενεργείας | Traité relatif à l'adhésion du Royaume d'Espagne et de la République portugaise à la Communauté économique européenne et à la Communauté européenne de l'énergie atomique |
gen. | Συνθήκη επί των συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη | Traité sur les forces armées conventionnelles en Europe |
gen. | Συνθήκη επί των συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη | Traité FCE |
gen. | Συνθήκη μεταξύ κρατών μελών ΕΕ και Τσεχίας, Εσθονίας, Κύπρου, Λετονίας, Λιθουανίας, Ουγγαρίας, Μάλτας, Πολωνίας, Σλοβενίας, Σλοβακίας για την προσχώρηση τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση | traité d'Athènes |
gen. | Συνθήκη περί προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενεργείας | Traité relatif à l'adhésion de la République hellénique à la Communauté économique européenne et à la Communauté européenne de l'énergie atomique |
gen. | Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας στην νοτιοανατολική Ασία | Traité d'amitié et de coopération en Asie du Sud-Est |
gen. | Συνθήκηγια την προσχώρηση του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Traité relatif à l'adhésion du Royaume de Norvège, de la République d'Autriche, de la République de Finlande et du Royaume de Suède à l'Union européenne |
gen. | συντελεστής διαχύσεως αναφερόμενος στην πυκνότητα νετρονίων | coefficient de diffusion pour le nombre volumique de neutrons |
mater.sc., el. | συντελεστής συμμετοχής στην αιχμή του συστήματος | facteur de participation à la pointe |
gen. | Συντονιστική Επιτροπή των Συνδικάτων Χημικών και Αλλων Βιομηχανιών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | Commission de coordination des syndicats de la chimie et des industries diverses dans la Communauté européenne |
med. | συσκευή ελέγχου στην ηλεκτροκαρδιογραφία | appareil de surveillance d'électrocardiographie |
gen. | Σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εφαρμογή του Προγράμματος της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Plan d'action du Conseil et de la Commission mettant en œuvre le programme de La Haye visant à renforcer la liberté, la sécurité et la justice dans l'Union européenne |
gen. | Σχέδιο δράσης υποστήριξης ΕΠΑΑ για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Αφρική | Plan d'action relatif au soutien apporté dans le cadre de la PESD à la paix et à la sécurité en Afrique |
ecol. | Σχέδιο στρατηγικής για τη διαφύλαξη των υδάτων στην Ευρώπη | Plan de sauvegarde des eaux européennes |
gen. | Σύμβαση που αποβλέπει στην προσέγγιση των εθνικών διαδικασιών χορήγησης ασύλου | Convention visant au rapprochement des procédures nationales d'octroi du droit d'asile |
gen. | Σύμβαση του Στρασβούργου για τον περιορισμό της ευθύνης στην εσωτερική ναυσιπλοϊα | Convention de Strasbourg sur la limitation de la responsabilité en navigation intérieure CLNI |
gen. | σύμφωνο για τη σταθερότητα στην Ευρώπη | pacte de stabilité en Europe |
gen. | σύμφωνο για τη σταθερότητα στην Ευρώπη | pacte de stabilité |
gen. | Σύμφωνο σταθερότητας στην Ευρώπη | pacte de stabilité en Europe |
med. | σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη | intolérance héréditaire au fructose |
gen. | σύσταση αποστολής στην Ευρωπαϊκή Kοινότητα | ouverture d'une mission auprès des CE |
gen. | Σύσταση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία | Recommandation concernant la sécurité dans l'utilisation des produits chimiques au travail |
gen. | σύστημα που εξασφαλίζει τη δυνατότητα παραμονής στην αίθουσα ελέγχου | système de l'habitabilité de la salle de commande |
gen. | ... σύστημα που θα προσφέρεται στην απάτη | ... système ouvert à la fraude |
tech. | σύστημα προειδοποίησης για τις καθυστερήσεις στην παραγωγή των προτύπων | système d'alerte relatif aux délais pour la production de normes |
gen. | τα πρακτικά των συσκέψεων διαβιβάζονται στην Aνωτάτη Aρχή | le procès-verbal des délibérations est transmis à la Haute Autorité |
gen. | τα Kράτη μέλη γνωρίζουν στην Eπιτροπή... | les Etats membres rendent compte à la Commission de... |
gen. | τα Kράτη μέλη κοινοποιούν στην Eπιτροπή τους πίνακές τους | les Etats membres notifient à la Commission leurs listes |
gen. | τελική κατανάλωση των νοικοκυριών μη μόνιμων κατοίκων στην οικονομκή επικράτεια | consommation finale sur le territoire économique des ménages non résidents |
gen. | Τελική Πράξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη | Acte final de la Conférence sur la sécurité et la coopération en Europe |
gen. | Τελική Πράξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη | Acte final d'Helsinki |
gen. | Τελικό κείμενο της Έκτακτης Διάσκεψης των χωρών που μετέχουν στη Συνθήκη για τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις στην Ευρώπη | document final d'Oslo |
gen. | Τελικό κείμενο της Έκτακτης Διάσκεψης των χωρών που μετέχουν στη Συνθήκη για τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις στην Ευρώπη | Document final de la conférence extraordinaire des Etats parties au Traité sur les forces armées conventionnelles en Europe |
med. | τεμαχισμός που γίνεται στην άρθρωση | découpe pratiquée à l'articulation |
gen. | τεχνική βοήθεια στην Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών | Programme TACIS |
gen. | τεχνική βοήθεια στην Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών | assistance technique à la Communauté des États indépendants |
gen. | τεχνική βοήθεια στην πρώην ΕΣΣΔ | assistance technique ex-URSS |
gen. | τιμή εισόδου στην ομάδα | prix d'entrée du groupement |
agric. | τιμή που εφαρμόζεται κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα | prix pratiqué à l'importation dans la Communauté |
gen. | τιμή στην αγορά | cours du marché |
agric., industr. | τιμή στην παραγωγή | prix à la production |
agric. | τιμή στην παραγωγή | prix producteur |
agric., industr. | τιμή στην παραγωγή | prix au producteur |
agric., industr. | τιμή στην παραγωγή | prix au départ de la ferme |
mater.sc., el. | τιμολόγιο ζωνών βασιζόμενο στην ποσότητα θερμότητας | tarif à tranches de consommation |
mater.sc., el. | τιμολόγιο ζωνών βασιζόμενο στην ποσότητα θερμότητας | tarif à tranches |
gen. | Το πρόγραμμα της Χάγης: ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Programme de La Haye |
gen. | Το πρόγραμμα της Χάγης: ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Le programme de La Haye: renforcer la liberté, la sécurité et la justice dans l'Union européenne |
gen. | το Συμβούλιο προτρέπει την Κοινότητα...; το Συμβούλιο απευθύνει θερμή προτροπή στην Κοινότητα... | le Conseil invite la Communauté... |
gen. | το σύστημα σταθερών ανταλλαγών εφαρμόζεται και στην περίπτωση αποκατάστασης ή ρύθμισης για λειτουργία | le système des échanges standard s'applique également en cas de remise en l'état ou de mise au point |
med., pharma. | τοξικότητα στην ανάπτυξη | toxicité du développement |
med., pharma. | τοξικότητα στην αναπαραγωγή | toxicité reproductive |
med., pharma. | τοξικότητα στην αναπαραγωγή | toxicité pour la reproduction |
med., pharma. | τοξικότητα στην αναπαραγωγή | reprotoxicité |
gen. | Τοπική Γραμματεία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | secrétariat régional pour la Communauté européenne |
agric. | τριφύλλι που έχει σπαρεί στην καλαμιά | trèfle semé sur chaume |
gen. | υπάγω το κρέας στην παρέμβαση | offrir de la viande à l'intervention |
gen. | υπάλληλος που συμμετέχει στην ανταλλαγή | fonctionnaire en échange |
med. | υπέρ το δέον ανάπτυξη ιστού στην προσπάθειά του προς επανόρθωση | hamartoplasie |
gen. | υπαγωγή στην κοινοτική παρέμβαση | mise en intervention communautaire |
med. | υποβολή στην επίδραση της κοκκαίνης | cocaïnisation |
med. | υποδόρεια αντίδρασις στην παρακοκκιδιοϊδίνη | réaction cutanée à la paracoccidioïdine |
gen. | υπολογιστές που η λειτουργία τους στηρίζεται στην οπτική | ordinateurs optiques |
gen. | Υφυπουργός στην Ομοσπονδιακή Καγκελλαρία | secrétaire d'Etat à la chancellerie fédérale |
med. | φλεγμονή της σκωληκοειδούς που βρίσκεται μέσα στην κήλη | appendicite herniaire |
med. | χρονική δερματίτιδα οφειλόμενη στην πίσσα | peau de chagrin |
med. | χρονική δερματίτιδα οφειλόμενη στην πίσσα | dermatite chronique du goudron |
mater.sc., met. | χρόνος αντίστασης στην πυρκαγιά | durée de résistance au feu |
gen. | χώρα στην οποία έχει αρθεί η απαγόρευση | pays qui n'est plus frappé par l'embargo |
gen. | όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που είναι επιλέξιμες να προσχωρήσουν στην 'Ενωση | tous les pays européens ayant vocation à adhérer à l'Union |
med. | όργανο που χρησιμεύει στην μετάγγιση αίματος | collecteur pour sang à transfusion |
med. | όργανο που χρησιμεύει στην μετάγγιση αίματος | collecteur menstruel de Niedner |
gen. | όροι πρόσβασης στις επιχειρήσεις και στην αγορά | conditions d'accès à l'entreprise et au marché |
gen. | όψη του υφαντού στην οποία τα περισσότερα νήματα είναι κάθετα στο στρίφωμα | côté trame |
gen. | όψη του υφαντού στην οποία τα περισσότερα νήματα είναι παράλληλα στο στρίφωμα | côté chaîne |
min.prod., fish.farm. | ύδατα που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια | les eaux proches de la surface |