Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Law
containing
ποινή
|
all forms
Greek
French
ήπια
ποινή
peine légère
διασφαλήσεις για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων όσων απειλούνται με θανατική
ποινή
Garanties pour la protection des droits des personnes passibles de la peine de mort
ειδική ελάχιστη ανώτατη
ποινή
socle minimal de la peine maximale
ειδική ελάχιστη ανώτατη
ποινή
plafond minimal de la peine
εκτίω
ποινή
purger une peine
εναλλακτική
ποινή
peine de substitution
επιβαλλόμενη
ποινή
' επιβληθείσα ποινή
peine prononcée
θανατική
ποινή
peine capitale
καταδίκη σε
ποινή
στερητική της ελευθερίας
condamnation afflictive et infamante
κατ'αποκοπήν ποσό ή χρηματική
ποινή
somme forfaitaire ou astreinte
κύρια
ποινή
peine principale
μετατρέπω την
ποινή
του θανάτου σε φυλάκιση
commuer la peine de mort en peine de détention
νόμιμη
ποινή
sanction légitime
πειθαρχική
ποινή
peine disciplinaire
ποινή
ή μέτρο ασφαλείας εφ'όρου ζωής
peine ou mesure de sûreté à caractère perpétuel
ποινή
επιβαλλόμενη λόγω διαπράξεως πλημμελήματος
peine correctionnelle
ποινή
εφ' όρου ζωής
mesure de sûreté à caractère perpétuel
ποινή
; κύρωση
sanction
ποινή
λόγω διαπράξεως αστυνομικής παραβάσεως
peine de simple police
ποινή
λόγω διαπράξεως αστυνομικής παραβάσεως
peine de police
ποινή
λόγω διαπράξεως κακουργήματος
peine criminelle
ποινή
λόγω καθυστέρησης
pénalité de retard
ποινή
παρακολούθησης
suivi postpénal
ποινή
που επιβάλλεται στους λιπομάρτυρες
peine applicable aux témoins défaillants
ποινή
στερητική της ελευθερίας
peine carcérale
ποινή
στερητική της ελευθερίας
peine privative de liberté
ποινή
στερητική της ελευθερίας
peine d'emprisonnement
ποινή
στερητική της ελευθερίας
incarcération
ποινή
στερητική της ελευθερίας
emprisonnement
ποινή
του θανάτου
peine de mort
ποινή
του θανάτου
peine capitale
ποινή
φυλάκισης
détention
ποινικές ρήτρες/πρόστιμο/χρηματική
ποινή
/λεπτός/εκλεκτός
amende
προσωρινή στερητική
ποινή
της ελευθερίας
peine temporaire privative de liberté
στερητική της ελευθερίας
ποινή
peine d'emprisonnement
στερητική της ελευθερίας
ποινή
peine privative de liberté
στερητική της ελευθερίας
ποινή
peine carcérale
στερητική της ελευθερίας
ποινή
incarcération
στερητική της ελευθερίας
ποινή
emprisonnement
συμβατική
ποινή
pénalité conventionnelle
συμβατική
ποινή
pénalité contractuelle
συμβατική
ποινή
peine conventionnelle
συμβατική
ποινή
peine contractuelle
χρηματική
ποινή
pénalité pécuniaire
χρηματική
ποινή
peine d'amende
χρηματική
ποινή
peine pécuniaire
Get short URL