Subject | Greek | French |
construct. | άκαμπτο πλαίσιο | cadre rigide |
construct. | άκαμπτο πλαίσιο | portique rigide |
agric., mech.eng. | άκαμπτο πλαίσιο | bâti rigide |
industr., construct., chem. | Xάλκινο πλαίσιο υαλόφραξης | verre monté cuivre |
agric. | άροτρο με πλαίσιο | charrue à cadre |
R&D. | έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης | septième programme-cadre de la Communauté européenne pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration 2007-2013 |
R&D. | έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξηςκαι επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 2007-2013 | septième programme-cadre de la Communauté européenne pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration 2007-2013 |
econ. | έγγραφο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής | document-cadre de politique économique |
R&D. | έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία 2002-2006 | sixième programme-cadre de la Communauté européenne pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration contribuant à la réalisation de l'espace européen de la recherche et à l'innovation 2002-2006 |
R&D. | έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων πυρηνικής έρευνας και εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας Ευρατόμ που συμβάλλει επίσης στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας 2002-2006 | sixième programme-cadre de la Communauté européenne de l'énergie atomique Euratom pour des activités de recherche et de formation visant également à contribuer à la réalisation de l'Espace européen de la recherche 2002-2006 |
fin. | έντυπο-πλαίσιο | formule-cadre |
mater.sc. | έρευνα στο πλαίσιο συμβάσεων με τρίτα μέρη εκτός κέντρου | recherche sous contrat pour des tiers extérieurs |
construct. | ακραίο πλαίσιο | cadre d'extrémité |
med. | ακτινοσκοπικό πλαίσιο | bonnette radioscopique |
life.sc. | αλληλουχία με ανοικτό πλαίσιο ανάγνωσης | cadre ouvert de lecture |
tech. | αλφάδι με πλαίσιο | niveau à cadre |
nat.sc., agric. | αμπελουργικό άροτρο με πλαίσιο βάσης | charrue vigneronne avec cadre de base |
life.sc. | αναγνωστικό πλαίσιο | cadre de lecture |
gen. | αναγνώριση στο πλαίσιο ενεργειών διάσωσης | reconnaissance de sauvetage |
fin. | αναπροσαρμόσιμο πολυετές χρηματοπιστωτικό πλαίσιο | cadre financier pluriannuel ajustable |
life.sc. | ανοιχτό πλαίσιο ανάγνωσης | cadre ouvert de lecture |
law, commer. | ανταγωνισμός στο πλαίσιο του ιδίου εμπορικού σήματος | concurrence intramarque |
agric., mech.eng. | αντισταθμιστικό πλαίσιο | cadre déportable |
gen. | απαίτηση πλαίσιο | exigence cadre |
econ. | απόφαση-πλαίσιο | décision-cadre |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων | décision-cadre du Conseil relative à la protection des données à caractère personnel traitées dans le cadre de la coopération policière et judiciaire en matière pénale |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων | décision-cadre relative à la protection des données |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | décision-cadre relative à la protection des données |
law | Απόφαση πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | décision-cadre du Conseil relative à la protection des données à caractère personnel traitées dans le cadre de la coopération policière et judiciaire en matière pénale |
law | Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών | Décision-cadre relative au mandat d'arrêt européen et aux procédures de remise entre Etats membres |
law | Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | décision-cadre suédoise |
law | Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Décision-cadre du Conseil relative à la simplification de l'échange d'informations et de renseignements entre les services répressifs des États membres de l'Union européenne |
law, commun., nat.sc. | απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | décision relative à un cadre réglementaire pour la politique en matière de spectre radioélectrique dans la Communauté européenne |
law, commun., nat.sc. | απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | décision "spectre radioélectrique" |
construct. | αρθρωτό πλαίσιο | cadre articulé |
agric. | αρθρωτό πλαίσιο-παραλληλόγραμμο | parallélogramme déformé |
agric. | αρθρωτό πλαίσιο-παραλληλόγραμμο | parallélogramme articulé |
industr. | αρθρωτό πλαίσιο στήριξης | châssis modulaire de soutènement |
nat.sc., agric. | βασικό πλαίσιο | cadre de base |
med. | βοηθητικό πλαίσιο βαδίσματος | cage roulante |
industr., construct., met. | βυθίζω το πλαίσιο ενάρξεως | enfoncer la barre d'étirage |
fin. | γένεση τελωνειακής οφειλής στο πλαίσιο ελεύθερων ζωνών | naissance de la dette douanière en zone franche |
med. | γενετική εξέταση στο πλαίσιο της επαγγελματικής ιατρικής | analyse génétique à des fins de médecine du travail |
gen. | Γενική Συμφωνία-Πλαίσιο για ειρήνη στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη | accord de paix de Dayton |
gen. | Γενική Συμφωνία-Πλαίσιο για ειρήνη στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Accord-cadre général pour la paix en Bosnie-Herzégovine |
social.sc., transp. | γενικό πλαίσιο σχεδιασμού | planification générale |
gen. | για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς | pour réaliser,dans le fonctionnement du marché commun,l'un des objets |
med. | γονιδιακό πλαίσιο | contexte génotypique |
med. | γονιδιακό πλαίσιο | contexte génique |
med. | γονοτυπικό πλαίσιο | contexte génotypique |
med. | γονοτυπικό πλαίσιο | contexte génique |
patents. | Γραφείο Εναρμόνισης στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα | Office de l'harmonisation dans le marché intérieur marques, dessins et modèles |
earth.sc., el. | γυάλινο πλαίσιο εκπομπής υπέρυθρου | panneau en verre à rayonnement infrarouge |
fin. | δάνειο-πλαίσιο | prêt cadre |
fin., tax. | δέσμευση στο πλαίσιο της GATT | consolidation dans le cadre du GATT |
fin., tax. | δέσμευση στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ | consolidation dans le cadre du GATT |
law | Δήλωση αριθ. 46 σχετικά με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Déclaration n° 46 relative à l'article 5 du protocole intégrant l'acquis de Schengen dans le cadre de l'Union européenne |
law | Δήλωση αριθ. 45 σχετικά με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Déclaration n° 45 relative à l'article 4 du protocole intégrant l'acquis de Schengen dans le cadre de l'Union européenne |
law | Δήλωση αριθ. 47 σχετικά με το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Déclaration n° 47 relative à l'article 6 du protocole intégrant l'acquis de Schengen dans le cadre de l'Union européenne |
law | Δήλωση αριθ. 44 σχετικά με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Déclaration n° 44 relative à l'article 2 du protocole intégrant l'acquis de Schengen dans le cadre de l'Union européenne |
law | Δήλωση αριθ. 58 της Γαλλίας σχετικά με την κατάσταση των Υπερπόντιων Διαμερισμάτων υπό το πρίσμα του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Déclaration n° 58 de la France relative à la situation des départements d'outre-mer au regard du protocole intégrant l'acquis de Schengen dans le cadre de l'Union européenne |
mater.sc. | Δίκτυο παροχής συμβουλών σε θέματα οργάνωσης επιστημοτόπωνScience Parkστο πλαίσιο του προγράμματος Sprint | Programme de soutien aux parcs scientifiques lancé dans le cadre du programme Sprint |
fin. | δανειοδοτικό πλαίσιο | enveloppe de prêt |
stat. | δειγματοληπτικό πλαίσιο | base du sondage |
stat. | δειγματοληπτικό πλαίσιο | base de sondage |
fin., econ. | δημοσιονομικό πλαίσιο | cadre budgétaire |
fin. | δημοσιονομικός κανονισμός πλαίσιο | règlement financier-cadre |
earth.sc. | διάταξη καταγραφής με πλαίσιοκαντράν | enregistreur à cadran |
fin. | διάταξη-πλαίσιο | disposition cadre |
gen. | διαδικασία καθορισθείσα σε διεθνές πλαίσιο | une procédure définie dans une enceinte internationale |
gen. | διαδικαστικό πλαίσιο | cadre procédural |
agric. | διακοσμητικό πλαίσιο | mosaïculture |
gen. | διαπεριφερειακή συμφωνία-πλαίσιο για συνεργασία | accord-cadre interrégional de coopération |
econ., commer., polit. | Διαπεριφερειακή Συμφωνία-πλαίσιο για τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφ'ενός, και της Κοινής Αγοράς του Νότου και των κρατών μελών αυτής, αφ'ετέρου | Accord-cadre interrégional entre l'Union européenne et le Mercosur |
econ., commer., polit. | Διαπεριφερειακή Συμφωνία-πλαίσιο για τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφ'ενός, και της Κοινής Αγοράς του Νότου και των κρατών μελών αυτής, αφ'ετέρου | Accord-cadre interrégional de coopération entre la Communauté européenne et ses Etats membres, d'une part, et le Marché commun du Sud et ses Etats parties, d'autre part |
econ., commer., polit. | Διαπεριφερειακή Συμφωνία-πλαίσιο για τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφ'ενός, και της Κοινής Αγοράς του Νότου και των κρατών μελών αυτής, αφ'ετέρου | Accord-cadre interrégional de coopération |
gen. | διαπραγματευτικό πλαίσιο | cadre de négociation |
construct. | διαρθρωτό πλαίσιο | portique à deux articulations |
construct. | διαρθρωτό πλαίσιο | cadre à deux articulations |
agric. | διαχωριστικό κάγγελο με κινητό πλαίσιο | cornadis à cadre mobile |
fin. | διευκόλυνση ρευστότητας στο πλαίσιο συναλλαγής σε τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση | ligne de liquidité dans le cadre d'une opération portant sur des titres adossés à des actifs |
h.rghts.act., ed., lab.law. | δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης | droit à l'information et à la consultation des travailleurs au sein de l'entreprise |
agric. | δικτυωτό πλαίσιο κοσκίνου | écran grillagé |
construct. | διπλό πλαίσιο παραθύρου | vantail double |
construct. | διπλό πλαίσιο παραθύρου | châssis géminé |
agric. | διχτυωτό πλαίσιο για φυτοδοχεία | support pour pots |
agric. | διχτυωτό πλαίσιο για φυτοδοχεία | grille |
construct. | εγκάρσια ενίσχυση με άκαμπτο πλαίσιο | portique de contreventement |
construct. | εγκάρσιο πλαίσιο | cadre transversal |
gen. | εθνικό πλαίσιο | nation-cadre |
fin. | εθνικό πλαίσιο καθορισμού τιμών αναφοράς | panel national servant à la construction de prix de référence |
fin. | εθνικό στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς | cadre de référence stratégique national |
industr., construct. | ειδικό πλαίσιο πόρτας | encadrement à recouvrement |
nat.sc., agric. | ελκυστήρας τεσσάρων κινητήριων τροχών με αρθρωτό πλαίσιο | tracteur à quatre roues motrices avec chassis articulé |
econ., commer. | ενίσχυση σε πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας | aide discrétionnaire |
gen. | Ενδεικτικό πρόγραμμα σχετικά με τα συνοδευτικά χρηματοδοτικά και τεχνικά μέτρα για τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών στο πλαίσιο της ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης | programme indicatif relatif à des mesures d'accompagnement financières et techniques de la réforme des structures économiques et sociales dans le cadre du partenariat euro-méditerranéen |
gen. | Ενδεικτικό πρόγραμμα σχετικά με τα συνοδευτικά χρηματοδοτικά και τεχνικά μέτρα για τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών στο πλαίσιο της ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης | programme indicatif MEDA |
tech., industr., construct. | ενδιάμεσο πλαίσιο οδήγησης | support intermédiaire pour dispositif de guidage |
tech., industr., construct. | ενδιάμεσο πλαίσιο οδήγησης | support de transmission |
law | ενιαίο θεσμικό πλαίσιο | cadre institutionnel unique |
chem., el. | εντοιχισμένο πλαίσιο εστιών | table de travail encastrable |
agric. | εξέδρα με εκτατό παραλληλόγραμμο πλαίσιο | plate-forme à parallélogrammes extensibles et rétractables |
industr., construct., met. | εξογκωμένο πλαίσιο | bombage |
social.sc. | επίδομα στο πλαίσιο του νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας | allocation prévue par la loi sur l'aide sociale |
fin., food.ind. | επιστροφή στο πλαίσιο της επισιτιστικής βοήθειας | restitution liée à l'aide alimentaire |
fin. | Επιτροπές απλοποίησης των διαδικασιών του διεθνούς εμπορίου στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Comités de simplification des procédures du commerce international |
law, immigr. | Επιτροπή για την εκπόνηση στατιστικών στο πλαίσιο του συστήµατος για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωµάτων για την αποτελεσµατική εφαρµογή της σύµβασης του ∆ουβλίνου Eurodac | Comité pour l'élaboration de statistiques dans le cadre du système pour la comparaison des empreintes digitales aux fins de l'application efficace de la convention de Dublin Eurodac |
gen. | Επιτροπή για το ειδικό πλαίσιο συνδρομής των παραδοσιακών προμηθευτών μπανάνας ΑΚΕ | Comité pour le cadre spécial d'assistance en faveur des fournisseurs ACP traditionnels de bananes |
gen. | Επιχειρησιακό πλαίσιο της ΕΕ για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας | cadre opérationnel de l'Union européenne sur l'efficacité de l'aide |
fin. | Εσωτερική συμφωνία μεταξύ των Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, όσον αφορά τα ληπτέα μέτρα και τις ακολουθητέες διαδικασίες για την εφαρμογή της συμφωνίας εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ | Accord interne entre les représentants des gouvernements des Etats membres, réunis au sein du Conseil, relatif aux mesures à prendre et aux procédures à suivre pour la mise en oeuvre de l'accord de partenariat ACP-CE |
busin., labor.org. | Ευρωπαϊκή διάσκεψη για τις προοπτικές της κοινωνικής οικονομίας στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης | Conférence européenne sur les perspectives de l'économie sociale dans le cadre du développement durable |
patents. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση επί θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της διασυνοριακής μετάδοσης μέσω δορυφόρου | Convention européenne concernant des questions de droit d'auteur et de droits voisins dans le cadre de la radiodiffusion transfrontière par satellite |
social.sc. | Ευρωπαϊκό δίκτυο για την κοινωνική ένταξη και τους Ρομά στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων | réseau européen sur l'inclusion sociale et les Roms dans le cadre des fonds structurels |
ed. | ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τη διασφάλιση της ποιότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση | cadre européen de référence pour l'assurance de la qualité |
ed. | ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τη διασφάλιση της ποιότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση | cadre européen de référence pour l'assurance de la qualité dans l'enseignement et la formation professionnels |
social.sc. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο για τα άτομα με αναπηρίες | cadre européen en matière de handicap |
fin. | ευρωπαϊκό πλαίσιο για την εξυγίανση των τραπεζών | cadre européen pour la résolution de défaillance bancaire |
social.sc. | ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις εθνικές στρατηγικές ένταξης των Ρομά | cadre de l'UE pour les stratégies nationales d'intégration des Roms |
ed. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων για τη δια βίου μάθηση | cadre européen des certifications |
ed. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων για τη δια βίου μάθηση | cadre européen des certifications pour l'éducation et la formation tout au long de la vie |
ed. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων για τη δια βίου μάθηση | cadre européen des certifications pour l'apprentissage tout au long de la vie |
ed. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγελματικών προσόντων | cadre européen des certifications |
ed. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγελματικών προσόντων | cadre européen des certifications pour l'éducation et la formation tout au long de la vie |
ed. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγελματικών προσόντων | cadre européen des certifications pour l'apprentissage tout au long de la vie |
ed. | ευρωπαϊκό πλαίσιο ηλεκτρονικών δεξιοτήτων | Référentiel européen des compétences informatiques |
R&D. | Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Συνεργασίας σχετικά με την Έρευνα για την Ασφάλεια και την Άμυνα | coopération-cadre européenne pour la recherche en matière de sécurité et de défense |
R&D. | Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Συνεργασίας σχετικά με την Έρευνα για την Ασφάλεια και την Άμυνα | cadre européen de coopération pour la recherche en matière de sécurité et de défense |
fin. | η φορολογική ατέλεια στο πλαίσιο της κυκλοφορίας των ταξιδιωτών μεταξύ των Kρατών μελών | la franchise fiscale dans le cadre du trafic de voyageurs entre les Etats membres |
med. | θερμαντικό πλαίσιο με ανακλαστήρα | panneau chauffant avec réflecteur |
chem. | θερμοδιαμόρφωση σε πλαίσιο | formage sur serre-flan auxiliaire |
gen. | θεσμικό πλαίσιο | structure institutionnelle |
econ. | θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος | statut de la fondation européenne |
agric., mech.eng. | ιθμός με πλάκα και πλαίσιο | filtre à plaque et à cadre |
agric., mech.eng. | ιθμός με πλαίσιο | filtre à cadre |
fin., polit. | καθρέφτες από γυαλί, με πλαίσιο ή όχι, στους οποίους περιλαμβάνονται κοι οι οπισθοσκοπικοί καθρέφτες | miroirs en verre, encadrés ou non, y compris les miroirs-rétroviseurs |
gen. | κανονισμός-πλαίσιο | règlement-cadre |
fin. | κανονισμός που καθορίζει το νομικό πλαίσιο χρησιμοποίησης του Εύρω | règlement fixant le cadre juridique pour l'utilisation de l'euro |
law, agric. | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής | règlement du Parlement européen et du Conseil établissant les règles relatives aux paiements directs en faveur des agriculteurs au titre des régimes de soutien relevant de la politique agricole commune |
law, agric. | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής | règlement "paiements directs" |
gen. | κανονιστικό, οργανωτικό και υλικοτεχνικό πλαίσιο | cadre réglementaire, organisationnel et logistique |
account. | κανονιστικό πλαίσιο | contexte réglementaire |
gen. | Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων κυρώσεων στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της ΕΕ' Κατευθυντήριες γραμμές για τις κυρώσεις | lignes directrices concernant la mise en oeuvre et l'évaluation de mesures restrictives sanctions dans le cadre de la politique étrangère et de sécurité commune de l'UE |
earth.sc., el. | κεραμικό πλαίσιο εκπομπής υπερυθρου | panneau en céramique à rayonnement infrarouge |
industr. | κινητό ανυψωτικό πλαίσιο | portique mobile |
agric. | κινητό πλαίσιο για συρτάρια εκκόλαψης | étagère mobile pour tiroirs à éclosion |
construct. | κλειστό πλαίσιο | cadre ferme |
chem., el. | κοίλο πλαίσιο εστιών | table de travail à cuvette |
gen. | Κοινή δήλωση προθέσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με ορισμένους ελαιούχους σπόρους στο πλαίσιο της GATT | Mémorandum d'accord entre la Communauté économique européenne et les États-Unis d'Amérique concernant les oléagineux dans le cadre du GATT |
gen. | Κοινή δήλωση προθέσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με ορισμένους ελαιούχους σπόρους στο πλαίσιο της GATT | Mémorandum d'accord concernant les graines oléagineuses |
fin., tax. | κοινοτικό νομικό πλαίσιο για τη συνεργασία | cadre juridique communautaire en matière de coopération |
gen. | κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο | support législatif communautaire |
econ., commer. | κοινοτικό πλαίσιο εποπτείας της αγοράς | cadre communautaire de la surveillance du marché |
econ. | κοινοτικό πλαίσιο στήριξης | cadre communautaire d'appui |
econ. | Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης για την παροχή κοινοτικής διαρθρωτικής ενίσχυσης στα πέντε νέα κρατίδιαLänderκαι το Ανατολικό Βερολίνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας | Cadre communautaire d'appui pour les interventions structurelles communautaires dans les cinq nouveaux Länder et Berlin-Est,en république fédérale d'Allemagne |
fin., environ. | Κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος | Lignes directrices concernant les aides d'État à la protection de l'environnement |
fin., environ. | Κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος | Encadrement communautaire des aides d'État en faveur de la protection de l'environnement |
social.sc. | κοινωνικό πλαίσιο | environnement social |
social.sc. | κοινωνικό πλαίσιο | contexte social |
energ.ind., construct. | κοινό γενικό πλαίσιο για τον υπολογισμό της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων | cadre général commun pour le calcul de la performance énergétique des bâtiments |
ed. | Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τα γλωσσικά προσόντα: μάθηση, εκπαίδευση, αξιολόγηση | Cadre européen commun de référence pour les langues |
ed. | Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τα γλωσσικά προσόντα: μάθηση, εκπαίδευση, αξιολόγηση | Cadre européen commun de référence pour les langues: apprendre, enseigner, évaluer |
econ. | κοινό πλαίσιο αναφοράς | cadre commun de référence |
law | Κοινό Πλαίσιο Αναφοράς | Cadre Commun de Référence |
gen. | Κοινό Πλαίσιο Αξιολόγησης | Cadre d'Auto-évaluation des Fonctions publiques |
law | κοινό πλαίσιο για τον εκ των προτέρων συντονισμό | cadre commun de coordination ex ante |
gen. | κοινό στρατηγικό πλαίσιο | cadre stratégique commun |
law | Κοινός πρακτικός οδηγός για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων' κοινός πρακτικός οδηγός | Guide pratique commun du Parlement européen, du Conseil et de la Commission à l'intention des personnes qui contribuent à la rédaction des textes législatifs au sein des institutions communautaires |
law | Κοινός πρακτικός οδηγός για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων' κοινός πρακτικός οδηγός | guide pratique commun |
nat.sc. | κυλιόμενο πρόγραμμα πλαίσιο | programme-cadre glissant |
agric. | κυψέλη με κινητό πλαίσιο | ruche à cadres mobiles |
construct. | κύριο πλαίσιο | châssis principal |
econ., fin. | Κώδικας ορθών πρακτικών για την κατάρτιση και την υποβολή στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος | code de bonnes pratiques pour la compilation et la transmission de données aux fins de la procédure concernant les déficits excessifs |
construct., social.sc. | Λευκό Βιβλίο που θα επιτρέπει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο των σχέσεων της Ένωσης με τρίトες χώρες | livre blanc permettant d'assurer le respect des droits de l'homme dans les rapports de l'Union européenne avec les pays tiers |
gen. | λογικό πλαίσιο | cadre logique |
account. | λογιστικό πλαίσιο | système de comptes |
econ., account. | λογιστικό πλαίσιο που καλύπτει το σύνολο του οικονομικού συστήματος | cadre comptable couvrant l'ensemble du système économique |
chem. | μεγάλος καθρέπτης που στερεώνεται σε στροφάλους πάνω σε πλαίσιο | psyché |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | étançon |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | montant du disque |
construct. | μεταλλικό πλαίσιο | châssis de métal |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | jambe de soutien |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | age support du disque |
industr., construct. | μη εμφανές πλαίσιο | carcasse de faux-cadre |
tech. | μηχανή κινηματογράφησης στο πλαίσιο εξοπλισμού με όργανα | caméra d'instrumentation |
tech. | μηχανή κινηματογράφησης στο πλαίσιο εξοπλισμού με όργανα | appareil de prise de vue d'instrumentation |
commer., polit., interntl.trade. | Μνημόνιο Συμφωνίας για την τήρηση των απαλλαγών από υποχρεώσεις στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 | Mémorandum d'accord concernant les dérogations aux obligations découlant de l'Accord général sur les tarifs douaniers et le commerce de 1994 |
law | νομικό πλαίσιο | historique de l'affaire |
law | νομικό πλαίσιο | cadre juridique |
fin. | νομικό πλαίσιο για το ευρώ | cadre juridique de l'euro |
law, fin. | νομικό πλαίσιο που διέπει τη χρήση του Ευρώ | cadre légal de l'utilisation de l'euro |
law | νομικό πλαίσιο της ενοποιημένης παρουσίας/franchise | cadre légal de la franchise |
law | νομοθετικό πλαίσιο | cadre juridique |
law | νομοθετικό πλαίσιο | arsenal législatif |
econ. | νόμος-πλαίσιο | loi-cadre |
construct. | νόμος πλαίσιο | loi-cadre |
construct. | νόμος πλαίσιο | loi-cadre européenne |
mun.plan. | ξύλινο πλαίσιο κρεβατιού | bois de lit |
gen. | Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών | directive 96/71/CE concernant le détachement de travailleurs effectué dans le cadre d'une prestation de services |
law, commun. | οδηγία πλαίσιο | directive "cadre" |
law | οδηγία πλαίσιο | directive-cadre |
law, nat.sc. | οδηγία-πλαίσιο "ONP" | directive-cadre "ONP" |
law, commun. | οδηγία σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών | directive relative à un cadre réglementaire commun pour les réseaux et services de communications électroniques |
gen. | οι υπουργοί εξωτερικών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οι οποίοι συναντώνται στο πλαίσιο της πολιτικής συνεργασίας | les ministres des affaires étrangères des Etats membres de la Communauté européenne réunis dans le cadre de la coopération politique |
social.sc. | ομάδα εργασίας για την κατάσταση των προσφύγων και των εκτοπισμένων ατόμων στα κράτη ΑΚΕ στο πλαίσιο της πολιτικής ανθρωπιστικής βοήθειας | Groupe de travail sur la situation des réfugiés et des personnes déplacées dans les pays ACP dans le contexte de la politique d'aide humanitaire |
gen. | Ομάδα εργασίας "Ενίσχυση της συνεργασίας στο πλαίσιο της ΄Ενωσης" | Groupe de travail "Renforcement de la coopération au sein de l'Union" |
econ., transp. | ομάδα εργασίας σχετικά με τις μεταφορές στο πλαίσιο της συνεργασίας AKE-EOK | groupe de travail sur les transports dans le contexte de la coopération ACP-CEE |
immigr. | Ομάδα στο πλαίσιο της Ε.Επιτροπής για την ανταλλαγή πληροφοριών για τις χώρες καταγωγής αιτούντων άσυλο | Eurasil |
earth.sc., el. | οπτικό πλαίσιο | panneau d'optique |
gen. | ορισμός πλαίσιο | définition-cadre |
R&D. | Πέμπτο πρόγραμμα-πλαίσιο δράσεων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας | cinquième programme-cadre de la Communauté européenne pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration |
R&D. | Πέμπτο πρόγραμμα-πλαίσιο δράσεων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας | Cinquième programme-cadre de la Communauté européenne pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration |
R&D. | πέμπτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας και εκπαίδευσης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας Ευρατόμ | cinquième programme-cadre de la Communauté européenne de l'énergie atomique Euratom pour des actions de recherche et d'enseignement |
insur. | πίστωση-πλαίσιο | crédit-cadre |
fin. | παγκόσμιο πλαίσιο αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού | contexte global de désinflation |
industr., construct. | πανέλο σε πλαίσιο | panneau encadré |
construct. | παράπλευρο πλαίσιο | montant du cadre de cloison |
gen. | περισσότερο συνεκτικό πλαίσιο | cadre général plus cohérent |
gen. | περιστρεφόμενο πλαίσιο | boggie |
industr., construct., chem. | Πλάκα,πλαίσιο ελέγχουοπτικό | grille d'estimation |
industr., construct., chem. | Πλάκα,πλαίσιο ελέγχουοπτικό | gabarit d'estimation |
gen. | πλήρης οργανωτική πρόταση-πλαίσιο | proposition organique exhaustive |
life.sc. | πλαίσιο άγνωστης λειτουργίας | cadre ouvert de lecture |
chem. | πλαίσιο έκθεσης δοκιμίων | râtelier d'épreuves |
fin. | πλαίσιο αμοιβαίων υποχρεώσεων | cadre d'obligations mutuelles |
chem., el. | πλαίσιο ανάρτησης ηλεκτροδίων | cadre de suspension |
fin. | πλαίσιο ανακύκλωσης τραπεζογραμματίων | cadre relatif au recyclage des billets |
industr. | Πλαίσιο αναρροφητήρα | araignée à ventouses |
industr. | Πλαίσιο αναρροφητήρα | araignée |
agric. | πλαίσιο αναφοράς | cadre de référence |
mater.sc. | πλαίσιο ανοχής | cadre de tolérance |
mater.sc. | πλαίσιο ανοχής | cadre |
fin. | Πλαίσιο αξιολόγησης αναπτυξιακών επιπτώσεων | Cadre d'évaluation de l'impact sur le développement |
construct. | πλαίσιο από μέταλλο | châssis de métal |
gen. | πλαίσιο αρχών | cadre conceptuel |
nat.sc., agric. | πλαίσιο βάσης | cadre de base |
life.sc. | πλαίσιο βιβλίου εργασιών υπαίθρου | cadre pour le carnet d'opérations |
fin., econ. | πλαίσιο βιωσιμότητας του χρέους | cadre de viabilité de la dette |
econ., industr. | πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των συνθετικών ινών | encadrement applicable aux aides au secteur des fibres synthétiques |
industr., construct. | πλαίσιο για τοποθέτηση ετικεττών | porte-étiquette |
industr., construct. | πλαίσιο για φωτογραφίες | passe-partout pour photos |
industr., construct. | πλαίσιο για φωτογραφίες | passe-partout pour gravures |
industr., construct. | πλαίσιο για χαρακτικά | passe-partout pour photos |
industr., construct. | πλαίσιο για χαρακτικά | passe-partout pour gravures |
agric., mech.eng. | πλαίσιο δίσκου | bordure du disque |
agric., mech.eng. | πλαίσιο δίσκου | bord circulaire |
stat., social.sc. | πλαίσιο δειγματοληψίας | base de sondage |
stat. | πλαίσιο δειγματοληψίας | cadre d'échantillonnage |
tech., industr., construct. | πλαίσιο διάστρας κολλαρίστρας | support d'ensouple d'ourdissoir |
gen. | πλαίσιο διακύμανσης συναλλαγματικών ισοτιμιών | marge de corrélation des taux de change |
industr., construct. | πλαίσιο διαστρών | cantre |
construct. | πλαίσιο διπλής άρθρωσης | portique à deux articulations |
construct. | πλαίσιο διπλής άρθρωσης | cadre à deux articulations |
h.rghts.act., social.sc. | πλαίσιο δράσης της Κωνσταντινούπολης | Cadre d'action d'Istanbul |
account. | πλαίσιο εισροών-εκροών | cadre entrées-sorties |
tech., industr., construct. | πλαίσιο εισόδου | support pour dispositif d'alimentation |
earth.sc., life.sc. | πλαίσιο εκφώτισης σε κενό αέρος | châssis à copier pneumatique |
industr., construct., met. | πλαίσιο ενάρξεως υαλοταινίας "γκλάς" | cadre |
industr., construct., met. | πλαίσιο ενάρξεως υαλοταινίας "γκλάς" | glaceB |
industr., construct., met. | πλαίσιο ενάρξεως υαλοταινίας "γκλάς" | amorce d'étirage |
mater.sc., mech.eng. | πλαίσιο ενίσχυσης | cadre d'entretoisement |
tech., industr., construct. | πλαίσιο εξόδου | support pour dispositif de guidage de sortie |
ed. | πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων | cadre des certifications |
fin. | πλαίσιο επενδύσεων για τα Δυτικά Βαλκάνια | cadre d'investissement en faveur des Balkans occidentaux |
ed. | πλαίσιο εταιρικής σχέσης | cadre partenarial |
agric. | πλαίσιο ιστού | cadre de rampe |
industr., construct. | πλαίσιο κεντήματος για αργαλειό κεντήματος | cadre à broder pour métier à broder |
fin. | πλαίσιο κεφαλαιακών απαιτήσεων "Βασιλεία ΙΙ" | dispositif de Bâle II |
fin., social.sc. | πλαίσιο κοινής αξιολόγησης | cadre d'évaluation conjointe |
gen. | Πλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Cadre de l'action communautaire dans le domaine de la santé publique |
industr., construct., met. | πλαίσιο κοπής | pupitre de découpe |
industr., construct., met. | πλαίσιο κοπής | chevalet de découpe |
industr., construct. | πλαίσιο κουφώματος | chambranle |
tech., industr., construct. | πλαίσιο κρισσάρας | table plate |
tech., industr., construct. | πλαίσιο κρισσάρας | table de Fourdrinier |
agric. | πλαίσιο κυψέλης | cadre de ruche |
agric. | πλαίσιο κυψέλης | cadre |
agric., mech.eng. | πλαίσιο κόσκινου | bonne du tamis |
nat.sc., agric. | πλαίσιο με άνοιγμα | cadre écarté |
nat.sc., agric. | πλαίσιο με δυνατότητα επέκτασης | cadre écarté |
agric., mech.eng. | πλαίσιο με δυνατότητα επέκτασης | cadre extensible |
earth.sc., mech.eng. | πλαίσιο με πολλαπλή διάταξη φύλλων γυαλιού | vitrage multiple |
chem. | πλαίσιο μεταξοτυπίας | châssis porte-écran |
tech., industr., construct. | πλαίσιο μηχανής στεγνού καθαρισμού | châssis d'une machine de nettoyage à sec |
tech., industr., construct. | πλαίσιο μηχανισμών οδήγησης | support des dispositifs de guidage |
tech., industr., construct. | πλαίσιο μιταριών αργαλειού | cadre à lisses |
tech., industr., construct. | πλαίσιο μιταριών αργαλειού | cadre de lisses |
industr., construct. | πλαίσιο μορφοδότησης | cadre de moulage |
agric. | πλαίσιο ξηραντήρα | porte-siccateur |
earth.sc., transp. | πλαίσιο οπτικού στοιχείου | armature |
mater.sc., mech.eng. | πλαίσιο παλέτων | convertisseur pour palettes |
construct. | πλαίσιο παραθύρου | encadrement de fenêtre |
construct. | πλαίσιο παραθύρου | châssis de croisée |
construct. | πλαίσιο παραθύρου | châssis de fenêtre |
construct. | πλαίσιο παραθύρου | I)battant |
construct. | πλαίσιο παραθύρου | vantail de fenêtre |
construct. | πλαίσιο παραθύρου | ouvrant |
construct. | πλαίσιο παραθύρου | cadre pour fenêtres |
stat., environ. | πλαίσιο περιβαλλοντικών στοιχείων | structure de données-cadres sur l'environnement |
social.sc. | πλαίσιο περπατήματος βρεφών | trotteur |
econ. | πλαίσιο πολιτικής | cadre d'orientation |
gen. | πλαίσιο προσπέλασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contrôle d'accès à un objet de sécurité dépendant du contexte |
gen. | πλαίσιο προσπέλασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contexte d'accès à un objet de sécurité |
gen. | πλαίσιο των προτύπων | cadre de normes |
gen. | πλαίσιο πρόσβασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contrôle d'accès à un objet de sécurité dépendant du contexte |
gen. | πλαίσιο πρόσβασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contexte d'accès à un objet de sécurité |
agric. | πλαίσιο σβάρνας | cadre de herse |
agric. | πλαίσιο σβάρνας | bâti de herse |
industr., construct., chem. | Πλαίσιο σπασίματος γυαλιού | cadre de croquage |
mater.sc. | πλαίσιο στερέωσης ημισυνδέσμου | embout de ligature |
construct. | πλαίσιο στηρίξεως | chaise |
tech., industr., construct. | πλαίσιο στριπτικής μηχανής | bâti d'un moulin |
chem. | πλαίσιο συγκράτησης φύλλου | serre-flan |
industr., construct. | πλαίσιο συναρμογής | cadre de moulage |
construct. | πλαίσιο συσκευής τάνυσης | bâti de l'appareil tendeur |
mater.sc., mech.eng. | πλαίσιο συσκευασίας | cadre d'emballage |
chem. | πλαίσιο σύσφιγξης | serre-flan |
mun.plan., tech. | πλαίσιο τίτλου | encadrement du titre |
work.fl., commun., transp. | πλαίσιο ταξινόμησης | cadre de classement |
hobby, mech.eng. | πλαίσιο τεντώματος | plateau de tension |
tech., industr., construct. | πλαίσιο τεντώματος | cadre de tension |
fin. | πλαίσιο της Interprise | manifestation Interprise |
nat.sc. | πλαίσιο της έρευνας συνεργασίας | cadre de la recherche coopérative |
fin. | Πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ | dispositif de Bâle II |
fin. | πλαίσιο της ΕΕ για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών | cadre européen de redressement et de résolution des défaillances d'établissements bancaires |
fin. | πλαίσιο της ΕΕ για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών | cadre pour le redressement et la résolution des défaillances d'établissements de crédit et d'entreprises d'investissement |
fin. | πλαίσιο της ΕΕ για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών | cadre européen de redressement et de résolution des crises bancaires |
industr., construct. | πλαίσιο της κρισσάρας | marbre |
fin. | πλαίσιο της μετάβασης | cadre du passage à l'euro fiduciaire |
industr. | πλαίσιο της φωτογραφίας | bord de la photo |
fin. | πλαίσιο του ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας | dispositif d'évaluation du crédit de l'Eurosystème |
fin., environ. | πλαίσιο των ενισχύσεων για το περιβάλλον | encadrement pour les aides l'environnement |
econ. | πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων | encadrement des aides d'Etat |
econ. | πλαίσιο των οικονομικών λογαριασμών | cadre des comptes économiques |
earth.sc., el. | πλαίσιο υπέρυθρης ακτινοβολίας | panneau à rayonnement infrarouge |
agric. | πλαίσιο υποδοχέα | châssis récepteur |
earth.sc., life.sc. | πλαίσιο-φορέας μοντέλου | porte-original |
earth.sc., life.sc. | πλαίσιο-φορέας μοντέλου | porte-modèle |
agric., mech.eng. | πλαίσιο-φορέας σβάρνας | cadre porte-herses avec potence d'attelage |
construct. | πλαίσιο φρεατίου επισκέψεως | cadre de regard |
earth.sc., life.sc. | πλαίσιο φωτογραφικής μηχανής φέρον όργανα καταγραφής | cadre d'appui |
industr. | πλαίσιο χυτηρίου | châssis de fonderie |
agric., mech.eng. | πλαίσιο χωρίς τροχούς | châssis autoportant |
mun.plan., earth.sc. | πλαίσιο-ψύκτης | panneau refroidisseur |
mun.plan., earth.sc. | πλαίσιο-ψύκτης | panneau de refroidissement |
h.rghts.act., environ. | ποιοτικό πλαίσιο διαβίωσης | cadre de vie de qualité |
social.sc., arts. | πολιτιστικό πλαίσιο | contexte culturel |
fin. | πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο | cadre financier |
fin. | πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο | cadre financier pluriannuel |
R&D. | πολυετές πρόγραμμα-πλαίσιο | programme-cadre pluriannuel |
energ.ind. | Πολυετές πρόγραμμα-πλαίσιο για δράσεις στον τομέα της ενέργειας 1998- 2002 και συναφή μέτρα | programme-cadre pluriannuel pour des actions dans le secteur de l'énergie 1998-2002 et des mesures connexes |
construct. | πολυόροφο πλαίσιο | cadre à étages |
construct. | πολύστυλο πλαίσιο | portique multiple |
h.rghts.act., sociol., IT | Πράσινο βιβλίο για την προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο πλαίσιο των οπτικοακουστικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών πληροφόρησης | Livre vert sur la protection des mineurs et de la dignité humaine dans les services audiovisuels et d'information |
gen. | Πρακτικός Οδηγός των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων της ΕΕ | Guide pratique des procédures contractuelles dans le cadre des actions extérieures de l'UE |
econ. | προσέγγιση-πλαίσιο | approche-cadre |
chem. | προσχηματισμός σε πρότυπο πλαίσιο | préformage sur écran de préforme |
fin., econ. | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης | Cadre temporaire pour les aides d'État |
fin., econ. | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης | Cadre communautaire temporaire pour les aides d'État destinées à favoriser l'accès au financement dans le contexte de la crise économique et financière actuelle |
econ., social.sc., ed. | προώθησης του επιχειρηματικού πνεύματος στο πλαίσιο των εταιρειών | intrapreneuriat |
fin., econ. | πρωτοβουλία για τα ομόλογα χρηματοδότησης έργων στο πλαίσιο της στρατηγικής "Ευρώπη 2020" | Initiative "Emprunts obligataires Europe 2020 pour le financement de projets" |
social.sc. | πρωτοβουλία-πλαίσιο για την κοινωνική προστασία | initiative-cadre sur la protection sociale |
h.rghts.act. | Πρωτόκολλο αριθ. 11 στη Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του μηχανισμού ελέγχου που θεσπίστηκε από τη Σύμβαση | Protocole nº 11 à la Convention de sauvegarde des droits de l'homme et des libertés fondamentales, portant restructuration du mécanisme de contrôle établi par la Convention |
law | Πρωτόκολλο αριθ. 2 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ περιοχών | Protocole nº 2 à la Convention-cadre européenne sur la coopération transfrontalière des collectivités ou autorités territoriales relatif à la coopération interterritoriale |
gen. | Πρωτόκολλο αριθ. 3 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών ενώσεων και αρχών σχετικά με τους ομίλους διαπεριφερειακής συνεργασίας | Protocole n° 3 à la Convention-cadre européenne sur la coopération transfrontalière des collectivités ou autorités territoriales relatif aux Groupements eurorégionaux de coopération GEC |
gen. | πρόγραμμα ασκήσεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ | Programme des exercices OTAN |
fin. | πρόγραμμα πλαίσιο | programme-cadre |
R&D. | πρόγραμμα-πλαίσιο | programme-cadre |
econ. | Πρόγραμμα-πλαίσιο Al-Invest | programme-cadre Al-Invest |
R&D. | πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης | programme-cadre de RDT |
R&D. | πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης | programme-cadre pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration |
gen. | Πρόγραμμα-πλαίσιο βιομηχανικής συνεργασίας και προώθησης των επενδύσεων προς όφελος των χωρών της Λατινικής Αμερικής | Programme cadre de coopération industrielle et de promotion des investissements en faveur des pays d'Amérique latine |
gen. | Πρόγραμμα-πλαίσιο βιομηχανικής συνεργασίας και προώθησης των επενδύσεων προς όφελος των χωρών της Λατινικής Αμερικής | Programme-cadre de coopération industrielle et de promotion des investissements en faveur des pays d'Amérique latine |
R&D. | Πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την ανάπτυξη | programme-cadre de RDT |
R&D. | Πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την ανάπτυξη | programme-cadre pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration |
R&D. | Πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία "Ορίζοντας 2020" | Horizon 2020 |
R&D. | Πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία "Ορίζοντας 2020" | Programme-cadre pour la recherche et l'innovation "Horizon 2020" |
gen. | Πρόγραμμα-πλαίσιο για τις δράσεις προτεραιότητας στον τομέα της στατιστικής πληροφόρησης | Programme-cadre pour des actions prioritaires dans le domaine de l'information statistique |
R&D. | Πρόγραμμα-πλαίσιο για τις Κοινοτικές ενέργειες στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης1990-1994 | Programme-cadre pour des actions communautaires de recherche et de développement technologique1990-1994 |
econ. | πρόγραμμα-πλαίσιο Ε&ΤΑ | programme-cadre de recherche et développement |
energ.ind. | Πρόγραμμα-πλαίσιο κοινοτικών δραστηριοτήτων έρευνας και εκπαίδευσης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας | Programme-cadre pour des actions communautaires de recherche et d'enseignement pour la Communauté européenne de l'énergie atomique |
crim.law. | πρόγραμμα πλαίσιο σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις | programme-cadre concernant la coopération policière et judiciaire en matière pénale |
gen. | Πρόγραμμα σύμπραξης και θεσμικής στήριξης στο πλαίσιο του Phare | Programme Phare de Partenariat et de Renforcement des Institutions |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών | Protocole additionnel à la Convention-cadre européenne sur la coopération transfrontalière des collectivités ou autorités territoriales |
econ., fin. | πρόταση δημοσιονομικού κανονισμού της χρηματοδοτικής συνεργασίας για την ανάπτυξη στο πλαίσιο της τέταρτης σύμβασης της Λομέ | projet de règlement financier applicable à la coopération pour le financement du développement sous la quatrième convention de Lomé |
agric. | ρυμούλκα με αρθρωτό πλαίσιο | plate-forme à cadre articulé |
gen. | ρύθμιση-πλαίσιο | reglement-cadre |
fin., lab.law. | ρύθμιση-πλαίσιο για την εργατική ένταξη | règlement-cadre pour l'insertion dans le monde du travail |
agric. | σβάρνα με εύκαμπτο πλαίσιο | herse souple |
agric. | σβάρνα με εύκαμπτο πλαίσιο | herse à chaînes |
agric. | σβάρνα με εύκαμπτο πλαίσιο | herse filet |
agric. | σβάρνα με κλειστό τετράγωνο πλαίσιο | herse à cadre carré fermé |
agric., mech.eng. | σβάρνα με παραλληλόγραμμο πλαίσιο | herse en carré |
agric., mech.eng. | σβάρνα με τετράγωνο πλαίσιο | herse en carré |
industr., construct. | στέγνωμα στο πλαίσιο | séchage sur cadre |
agric., construct. | σταθερό πλαίσιο | dormant |
agric., construct. | σταθερό πλαίσιο | corps mort |
chem. | στεγνωτήρας με πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνεται το ύφασμα | séchoir à rame |
law | στο πλαίσιο κοινού προγράμματος | dans le cadre d'un programme commun |
econ. | στο πλαίσιο προγραμμάτων οικονομικής αναπτύξεως | dans le cadre de programmes de développement économique |
gen. | στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων | dans le cadre des dispositions ci-après |
relig., commun. | Στρατηγικές επιλογές για την ενίσχυση της βιομηχανίας προγραμμάτων στο πλαίσιο της οπτικοακουστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Πράσινη βίβλος | Livre vert sur les options stratégiques pour le renforcement de l'industrie des programmes dans le contexte de la politique audiovisuelle de l'Union européenne |
ed. | στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης | Cadre stratégique pour la coopération européenne dans le domaine de l'éducation et de la formation |
h.rghts.act. | Στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία | cadre stratégique de l'UE en matière de droits de l'homme et de démocratie |
agric. | συλλεκτήριο πλαίσιο | châssis récepteur |
agric., mech.eng. | συμπαγές πλαίσιο | cadre rigide |
agric., mech.eng. | συμπαγές πλαίσιο | bâti rigide |
gen. | Συμφωνία για την ίδρυση Συντονιστικής Επιτροπής στο πλαίσιο της Αμυντικής Υπουργικής Διαδικασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης | Accord portant création d'un comité de coordination dans le cadre du processus des réunions des ministres de la défense de l'Europe du Sud-Est |
law, fin. | συμφωνία πλαίσιο | accord de méthode |
econ. | συμφωνία-πλαίσιο | accord-cadre |
law, fin. | συμφωνία πλαίσιο | contrat cadre |
law | συμφωνία πλαίσιο | contrat-cadre |
law, fin. | συμφωνία πλαίσιο | accord d'orientation |
fin. | συμφωνία πλαίσιο για ανταλλαγές σε συνάλλαγμα | accord-cadre pour les échanges de devises |
fin. | συμφωνία πλαίσιο για ανταλλαγές σε συνάλλαγμα | accord-cadre pour les swaps de change |
fin. | συμφωνία πλαίσιο για επαναγορές | accord-cadre pour les pensions |
law, social.sc. | συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια | accord-cadre sur le congé parental |
law, lab.law. | συμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης | accord-cadre sur le travail à temps partiel |
social.sc. | Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης | Accord-cadre sur le travail à temps partiel |
law, lab.law. | Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου | Accord-cadre sur le travail à durée déterminée |
fin. | συμφωνία-πλαίσιο για το ΕΤΧΣ | accord-cadre régissant le Fonds européen de stabilité financière |
fin. | συμφωνία-πλαίσιο για το ΕΤΧΣ | accord-cadre régissant le FESF |
fin. | συμφωνία-πλαίσιο για το ΕΤΧΣ | accord sur le FESF |
fin. | συμφωνία-πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοοικονομικής σταθερότητας | accord-cadre régissant le FESF |
fin. | συμφωνία-πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοοικονομικής σταθερότητας | accord-cadre régissant le Fonds européen de stabilité financière |
fin. | συμφωνία-πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοοικονομικής σταθερότητας | accord sur le FESF |
econ., commer., polit. | Συμφωνία-πλαίσιο εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καναδά | Accord-cadre de coopération commerciale et économique entre les Communautés européennes et le Canada |
law | Συμφωνία-πλαίσιο επιστημονικής και τεχνικής συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Δημοκρατίας της Αυστρίας | Accord-cadre de coopération scientifique et technique entre les Communautés européennes et la république d'Autriche |
gen. | Συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης στα κοινοτικά προγράμματα | Accord-cadre entre la Communauté européenne et la Bosnie-et-Herzégovine établissant les principes généraux de la participation de la Bosnie-et-Herzégovine aux programmes communautaires |
gen. | Συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Δημοκρατίας της Αλβανίας στα κοινοτικά προγράμματα | Accord-cadre entre la Communauté européenne et la République d'Albanie établissant les principes généraux de la participation de la République d'Albanie aux programmes communautaires |
gen. | Συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Κροατίας που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Δημοκρατίας της Κροατίας στα κοινοτικά προγράμματα | Accord-cadre entre la Communauté européenne et la République de Croatie établissant les principes généraux de la participation de la République de Croatie aux programmes communautaires |
gen. | Συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Σερβίας και Μαυροβουνίου που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Σερβίας και Μαυροβουνίου στα κοινοτικά προγράμματα | Accord-cadre entre la Communauté européenne et la Serbie-et-Monténégro établissant les principes généraux de la participation de la Serbie-et-Monténégro aux programmes communautaires |
commer., polit. | Συμφωνία-Πλαίσιο περί εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτή, αφ' ενός και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφ' ετέρου | Accord-cadre de commerce et de coopération entre la Communauté européenne et ses Etats membres, d'une part, et la République de Corée, d'autre part |
gen. | συμφωνία-πλαίσιο συνεργασίας | accord-cadre de coopération |
gen. | Συμφωνία-πλαίσιο συνεργασίας με τελικό στόχο την προετοιμασία σύνδεσης πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Χιλής, αφετέρου | Accord-cadre de coopération destiné à préparer, comme objectif final, une association à caractère politique et économique entre la Communauté européenne et ses Etats membres, d'une part, et la République du Chili, d'autre part |
commer. | Συμφωνία-πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας | Accord-cadre de coopération entre la Communauté économique européenne et la République fédérative du Brésil |
gen. | Συμφωνία-πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Συμφωνίας της Καρταχένα και των κρατών μελών της, της Δημοκρατίας της Βολιβίας, της Δημοκρατίας της Κολομβίας, της Δημοκρατίας του Ισημερινού, της Δημοκρατίας του Περού και της Δημοκρατίας της Βενεζουέλας. | Accord-cadre de coopération entre la Communauté économique européenne et l'accord de Carthagène et ses pays membres, la République de Bolivie, la République de Colombie, la République de l'Equateur, la République du Pérou et la République du Venezuela |
econ. | Συμφωνία-πλαίσιο υποστήριξης | Accord-cadre de soutien |
law | συμφωνία που δημιουργεί ειδικό θεσμικό πλαίσιο μέσω της οργάνωσης διαδικασιών συνεργασίας | accord qui crée un cadre institutionnel spécifique en organisant des procédures de coopération |
gen. | Συμφωνία των κρατών μελών της ΕΕ σχετικά με τις αξιώσεις που εγείρονται από κράτος μέλος κατά κράτους μέλους για ζημίες περιουσιακού στοιχείου ιδιοκτησίας του, χρησιμοποιούμενου ή χειρόμενου υπ' αυτού ή για σωματικές βλάβες ή θάνατο μέλους του πολιτικού ή στρατιωτικού προσωπικού των υπηρεσιών του, που συνέβηχαν στο πλαίσιο επιχείρησης της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσης | Accord entre les États membres de l'Union européenne concernant les demandes d'indemnités présentées par un État membre à l'encontre d'un autre État membre en cas de dommages causés aux biens lui appartenant, qu'il utilise ou qu'il exploite, ou de blessure ou de décès d'un membre du personnel militaire ou civil de ses services dans le cadre d'une opération de gestion de crises menée par l'Union européenne |
gen. | συναλλαγή στο πλαίσιο ομίλου | transaction intragroupe |
gen. | συναλλαγή στο πλαίσιο ομίλου | opération intragroupe |
law, nat.sc. | συνθήκη της Βουδαπέστης σχετικά με τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών στο πλαίσιο διαδικασιών για την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας | traité de Budapest sur la reconnaissance internationale du dépôt des micro-organismes aux fins de la procédure en matière de brevets |
insur. | συνολικό πλαίσιο πιστώσεων | enveloppe globale de crédits |
agric., mech.eng. | συρόμενο πλαίσιο | traîneau |
insur. | Σχέδιο για τη σύμβαση-πλαίσιο της Ενωσης της Βέρνης του 1986 | projet de convention-cadre de 1986 de l'Union de Berne |
fin. | Σχέδιο δράσης για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου | plan d'action pour un cadre de contrôle interne intégré |
h.rghts.act., social.sc. | σχέδιο δράσης για τα παιδιά στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων | Plan d'action pour les droits des enfants dans le cadre des relations extérieures |
h.rghts.act., social.sc. | σχέδιο δράσης για τα παιδιά στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων | Plan d'action concernant les enfants dans le cadre des relations extérieures |
law, fin. | σύμβαση πλαίσιο | accord de méthode |
law, fin. | σύμβαση πλαίσιο | accord-cadre |
law, fin. | σύμβαση πλαίσιο | contrat cadre |
law, lab.law. | σύμβαση-πλαίσιο | convention-cadre |
law, lab.law. | σύμβαση-πλαίσιο | convention collective cadre |
gen. | σύμβαση πλαίσιο | contrat-cadre |
law, fin. | σύμβαση πλαίσιο | accord d'orientation |
gen. | σύμβαση πλαίσιο | assurance groupe |
fin. | σύμβαση πλαίσιο για εκδόσεις πολλαπλού νομίσματος | contrat-cadre d'émissions multidevises |
fin. | σύμβαση πλαίσιο για πολυνομισματικές εκδόσεις | contrat-cadre d'émissions multidevises |
social.sc. | Σύμβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων | Convention-cadre pour la protection des minorités nationales |
law, nucl.pow. | σύμβαση-πλαίσιο για την πυρηνική ασφάλεια | convention-cadre sur la sûreté nucléaire |
gen. | Σύμβαση πλαίσιο για τις διεθνείς μεταφορές όπλων | traité sur le commerce des armes |
gen. | Σύμβαση πλαίσιο για τις διεθνείς μεταφορές όπλων | convention cadre sur les transferts internationaux d'armes |
social.sc. | σύμβαση-πλαίσιο εταιρικής σχέσης | contrat cadre de partenariat |
social.sc. | σύμβαση-πλαίσιο εταιρικής σχέσης | contrat-cadre de partenariat |
law, IT | σύμβαση-πλαίσιο στον τομέα της πληροφορικής | contrat-cadre informatique |
fin. | σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού | convention-cadre de compensation |
fin. | σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού | accord-cadre de compensation |
econ. | Σύμβαση-πλαίσιο του ΟΗΕ για τις κλιματικές μεταβολές | Convention-cadre des Nations unies sur les changements climatiques |
tax., transp. | Σύμβαση σχετικά με το τελωνειακό καθεστώς των εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιούνται σε διεθνείς μεταφορές στο πλαίσιο της συνεκεμετάλλευσης | convention sur les pools de conteneurs |
tax., transp. | Σύμβαση σχετικά με το τελωνειακό καθεστώς των εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιούνται σε διεθνείς μεταφορές στο πλαίσιο της συνεκεμετάλλευσης | convention relative au régime douanier des conteneurs utilisés en transport international dans le cadre d'un pool |
fin., transp. | Σύμβαση σχετικά με το τελωνειακό καθεστώς των εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιούνται στις διεθνείς μεταφορές στο πλαίσιο σύμπραξης | Convention relative au régime douanier des conteneurs utilisés en transport international dans le cadre d'un pool |
fin., transp. | Σύμβαση σχετικά με το τελωνειακό καθεστώς των εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιούνται στις διεθνείς μεταφορές στο πλαίσιο σύμπραξης | Convention pools de conteneurs |
R&D. | τέταρτο πρόγραμμα-πλαίσιο επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης 1994-1998 | quatrième programme-cadre de la Communauté européenne pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration 1994-1998 |
R&D. | τέταρτο πρόγραμμα-πλαίσιο επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης 1994-1998 | quatrième programme-cadre |
R&D. | Τέταρτο πρόγραμμα-πλαίσιο επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης | Quatrième programme-cadre de la Communauté européenne pour des actions de recherche, de développement technologique et de démonstration |
gen. | τα καθήκοντα που είναι δυνατόν να ανατεθούν στο Tαμείο στο πλαίσιο της αποστολής του | des missions qui peuvent être confiées au Fonds,dans le cadre de son mandat |
law, interntl.trade. | Τελική Πράξη που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης | Acte final reprenant les résultats des négociations commerciales multilatérales du Cycle d'Uruguay |
law, interntl.trade. | Τελική Πράξη που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης | Acte final de Marrakech |
tax. | τελωνειακό κανονιστικό πλαίσιο | réglementation douanière |
tech. | τεχνικό πλαίσιο αναφοράς | référentiel technique |
industr., construct., mech.eng. | τραπέζι-πλαίσιο κρισσάρας | partie de formation de la table plate |
construct. | τριαρθρωτό πλαίσιο | portique à trois articulations |
construct. | τριαρθρωτό πλαίσιο | cadre à trois articulations |
agric. | τροποποιημένο πλαίσιο | cadre modifié |
industr., construct. | τροχός ακονίσματος με πλαίσιο | meule avec bâti |
econ., fin. | τόκος που πρόκειται να καταβληθεί στο πλαίσιο ρυθμίσεων αναδιάταξης | intérêt dû dans le cadre d'un accord de rééchelonnement |
gen. | υλικοτεχνικό πλαίσιο | infrastructure logistique |
fin. | υποβολή έκθεσης στο πλαίσιο κανονιστικής διάταξης | contrôle de gestion légal |
law | υποθέσεις έχουσες το ίδιο αντικείμενο, εγείρουσες το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως | affaires ayant le même objet,soulevant la même question d'interprétation ou mettant en cause la validité du même acte |
fin. | υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο χρηματοδοτικών συμβάσεων | engagements au titre des conventions de financement |
gen. | υπόθεση σε στρατηγικό πλαίσιο | cas contextuel stratégique |
construct. | φέρον πλαίσιο | bâti de support |
agric., mech.eng. | φίλτρο με πλάκα και πλαίσιο | filtre à plaque et à cadre |
agric., mech.eng. | φίλτρο με πλαίσιο | filtre à cadre |
agric., mech.eng. | φερόμενο πλαίσιο | châssis autoportant |
earth.sc., life.sc. | φορέας-πλαίσιο του αντικειμενικού φακού | porte-objectif |
fin. | χρηματοδοτική υποστήριξη στο πλαίσιο... | soutien financier au titre de... |
agric. | ωστικό πλαίσιο | hayon mobile |
agric. | ωστικό πλαίσιο | hayon poussoir |
agric. | ωστικό πλαίσιο | hayon avant mobile |