DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Health care containing μείωση | all forms
GreekFrench
ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό τουimmunité de surinfection
ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό τουprémunition
ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό τουimmunité d'infection
διφασική εκθετική μείωσηdécroissance exponentielle biphasique
εξουδετέρωση με μείωση πλακώνneutralisation par réduction des plages
Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των ΚυττάρωνComité d'action concertée "Vieillissement cellulaire et réduction de la capacité fonctionnelle des organes
Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των ΚυττάρωνComité d'action concertée "Vieillissement cellulaire"
μέτρα για την μείωση του κυκλοφοριακού θορύβουmesures pour l'apaisement du trafic
μείωση θορύβου στην πηγήcontrôle du bruit à la source
μείωση της ικανότητας εργασίαςdiminution de la capacité de travail
μείωση της ικανότητας κρίσεωςcapacité de jugement diminuée
μείωση της ικανότητας κρίσεωςcapacité de jugement affaiblie
μείωση της μυικής δύναμηςdiminution de la force musculaire
νοσήματα που προκαλούνται από μείωση της κινητικότηταςmaladies liées à la sédentarité
νοσήματα που προκαλούνται από μείωση της κινητικότηταςmaladies de la sédentarité
φάρμακο για τη μείωση του λίπους στο αίμαhypolipidomique