Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
Health care
containing
μείωση
|
all forms
Greek
French
ανοσία που προκαλεί
μείωση
της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του
immunité de surinfection
ανοσία που προκαλεί
μείωση
της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του
prémunition
ανοσία που προκαλεί
μείωση
της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του
immunité d'infection
διφασική εκθετική
μείωση
décroissance exponentielle biphasique
εξουδετέρωση με
μείωση
πλακών
neutralisation par réduction des plages
Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και
Μείωση
της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων
Comité d'action concertée "Vieillissement cellulaire et réduction de la capacité fonctionnelle des organes
Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Γήρανση των Κυττάρων και
Μείωση
της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων
Comité d'action concertée "Vieillissement cellulaire"
μέτρα για την
μείωση
του κυκλοφοριακού θορύβου
mesures pour l'apaisement du trafic
μείωση
θορύβου στην πηγή
contrôle du bruit à la source
μείωση
της ικανότητας εργασίας
diminution de la capacité de travail
μείωση
της ικανότητας κρίσεως
capacité de jugement diminuée
μείωση
της ικανότητας κρίσεως
capacité de jugement affaiblie
μείωση
της μυικής δύναμης
diminution de la force musculaire
νοσήματα που προκαλούνται από
μείωση
της κινητικότητας
maladies liées à la sédentarité
νοσήματα που προκαλούνται από
μείωση
της κινητικότητας
maladies de la sédentarité
φάρμακο για τη
μείωση
του λίπους στο αίμα
hypolipidomique
Get short URL