DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing μείωση | all forms
GreekFrench
έντονη μείωση της ικανότητας βαδίσματοςdiminution prononcée de l'aptitude à la marche
αναιμία από μείωση επιβίωσης ερυθρώνanémie hémo-cathérétique
δυστυχήματα από βαρομετρική μείωσηaccidents par dépression barométrique
μείωση αντανακλαστικούdiminution d'un réflexe
μείωση αντανακλαστικούaffaiblissement d'un réflexe
μείωση διοξειδίου του άνθρακα στο αίμαhypocapnie (hypocapnia)
μείωση επικυνδυνότηταςréduction des risques
μείωση ερυθροποίιαςanérythropoïèse
μείωση ιικού φορτίουréduction de charge virale
μείωση μυϊκής ισχύοςdiminution de la force musculaire
μείωση παραγόντων πήξης αίματοςdiminution des facteurs de coagulation
μείωση ποσοστού γεννήσεωνdénatalité
μείωση της σκέψηςbaisse de l'activité psychique
μείωση της ωχρίνης του αίματοςhypolutéinémie
μείωση του ζωικού πληθυσμούréduction de cheptel
μείωση του ζωικού πληθυσμούdiminution de l'effectif
μείωση του CO2 στο αίμαhypocapnie alvéolaire
μείωση του CO2 στο αίμαdéficience en CO2
μείωση του υποκείμενου στρώματοςéclaircissement du tapis de fond
μείωση του υποκείμενου στρώματοςéclaircissement du tapis bactérien
μείωση χρωματοσωμάτωνréduction (reductio)
μερική μείωση λεμφοκυττάρωνdéplétion lymphocitaire partielle
τελική μείωση των συγκεντρώσεων στο πλάσμαdécroissance terminale des concentrations plasmatiques
χρωμοσωμική μείωσηréduction chromatique