DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing μείωση | all forms
GreekFrench
μείωση προσωπικούéconomie de personnel
μείωση προσωπικούsuppression de personnel
μείωση του μισθού ενός εργαζομένουdiminution de salaire
μείωση του οπτικού πεδίουréduction du champ visuel
μείωση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησηςabaissement de l'âge de la retraite anticipée
μείωση του υπερβάλλοντος προσωπικούréduction des sureffectifs
μείωση του χρόνου εργασίαςabaissement d'horaires
μείωση των ακουστικών ικανοτήτωνbaisse des performances acoustiques
μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισηςallègement des cotisations sociales
μείωση των μισθώνbaisse des salaires
μείωση των νεκρών χρόνων που απαιτούνται για την προσαρμογή των εργαλείωνréduction des temps morts nécessités par le montage des outils
μείωση των ωραρίωνabaissement d'horaires
μη ευθύγραμμη μείωση των αμοιβώνréduction non linéaire des rémunérations