DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing κατασκευής | all forms
GreekFrench
έλαστρο κατασκευής σύρματοςfilière à étirer
έλαστρο κατασκευής σύρματοςfilière à tirer
ανελκυστήρας τυποποιημένης κατασκευήςascenseur normalisé
ανελκυστήρας τυποποιημένης κατασκευήςascenseur modèle
διαστάσεις ικριώματος κατασκευήςcote de gabarit
επέκταση της φέρουσας κατασκευήςextension de charpente
εργαλείο κατασκευής εξωτερικών σπειρωμάτωνoutil de filetage
εργαλείο κατασκευής εσωτερικών σπειρωμάτωνtaraudeuse
εργαλείο κατασκευής εσωτερικών σπειρωμάτωνoutil de taraudage
εργαστήριο κατασκευήςatelier de construction
κοπτικό εργαλείο κατασκευής οδοντωτών τροχώνoutil de taillage
μέταλλο κατασκευής τριβέαmétal de pallier
μέταλλο κατασκευής τριβέαmétal de coussinet
μηχανή κατασκευής άκρων των στροφάλωνmachine à tourillonner
μηχανή κατασκευής βελονών και καρφιώνmachine de pointerie et de clouterie
μηχανή κατασκευής γραναζιών με διάνοιξη οπών με στιγέαζουμπάmachine à fabriquer les engrenages par poinçonnage
μηχανή κατασκευής γραναζιών με διάτρησηmachine fabriquant les engrenages par poinçonnage
μηχανή κατασκευής γραναζιών με τη σχηματοποίηση του μετάλλουmachine fabriquant les engrenages par déformation du métal
μηχανή κατασκευής εγκοπώνmachine à gruger
μηχανή κατασκευής εγκοπώνgrugeoir
μηχανή κατασκευής ενισχυτικών νευρώσεωνmachine à nervurer
μηχανή κατασκευής πούρωνmachine à fabriquer les cigares
μηχανή κατασκευής του λευκοσιδήρου με επιφανειακή σκλήρυνσηmachine pour la fabrication du fer-blanc par trempage
μηχανή κατασκευής τσιγάρωνmachine à fabriquer les cigarettes
μηχανή κατασκευής χαραγών και αυλακώσεωνmachine à rainurer
πιεστήριοπρέσακατασκευής σφαιριδίων από μεταλλικό σύρμα με σύνθλιψηpresse à fabriquer les billes par refoulement à partir de métal en fil
τόρνος κατασκευής ατράκτωνtour pour bobine
φέρον καλώδιο κανονικής κατασκευήςcâble porteur monotoron
φωτισμός στο κάτω μέρος της φέρουσας κατασκευήςéclairage sous charpente
φόρτιση της φέρουσας κατασκευήςcharge sur appuis