Subject | Greek | French |
law, lab.law. | έκτακτο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre d'appoint |
law, lab.law. | έλλειμμα σε εργατικό δυναμικό | déficit en main-d'oeuvre |
stat., lab.law. | έρευνα για το εργατικό δυναμικό | enquête sur les forces de travail |
stat., lab.law. | έρευνα για το εργατικό δυναμικό | enquête sur la population active |
econ., lab.law. | αναγκαίο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre nécessaire |
lab.law. | ανεξάρτητο εργατικό δυναμικό | travailleur indépendant |
econ., agric. | γεωργικό εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre agricole |
econ. | γεωργικό εργατικό δυναμικό | main-d'œuvre agricole |
social.sc., lab.law. | γηράσκον εργατικό δυναμικό | main d'oeuvre vieillissante |
econ. | γυναικείο εργατικό δυναμικό | main-d'œuvre féminine |
law, lab.law. | γυναικείο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre féminine |
law, lab.law. | διαθέσιμο εργατικό δυναμικό | disponibilités en main-d'oeuvre |
law, lab.law. | διαθέσιμο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre rendue disponible |
law, lab.law. | διαθέσιμο εργατικό δυναμικό | disponibilités de main-d'oeuvre |
econ., lab.law. | διαθέσιμο εργατικό δυναμικό ανά μονάδα επιφανείας | main-d'oeuvre disponible par unité de surface |
lab.law. | ειδικευμένο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre qualifiée |
lab.law. | ειδικευμένο εργατικό δυναμικό | ressources humaines qualifiées |
law, lab.law. | ειδικευμένο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre spécialisée |
gen. | εναρμονισμένες και συγχρονισμένες κοινοτικές δειγματοληπτικές έρευνες για το εργατικό δυναμικό | enquêtes communautaires par sondage harmonisées et synchronisées sur les forces de travail |
social.sc. | εξειδικευμένο, εκπαιδευμένo και ευπροσάρμοστο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre qualifiée, formée et susceptible de s'adapter |
law, lab.law. | εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre qualifiée |
econ., lab.law. | εποχιακό εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre saisonnière |
environ. | εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre |
lab.law. | εργατικό δυναμικό | main d'oeuvre |
lab.law. | εργατικό δυναμικό | ouvriers |
lab.law. | εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre disponible |
lab.law. | εργατικό δυναμικό | la main-d'oeuvre |
fin., lab.law. | εργατικό δυναμικό | effectif |
econ. | εργατικό δυναμικό | capital humain |
econ. | εργατικό δυναμικό | main-d'œuvre |
social.sc., ed. | εργατικό δυναμικό | forces de travail |
agric. | εργατικό δυναμικό από τα μέλη της ίδιας οικογένειας | main d'oeuvre familiale |
fish.farm. | εργατικό δυναμικό για αποθεματοποίηση και ρευστοποίηση του αποθέματος | main d'oeuvre de stockage et de déstockage |
law, lab.law. | εργατικό δυναμικό για ευκαιριακή απασχόληση | main-d'oeuvre temporaire |
agric. | εργατικό δυναμικό εκτός των μελών της οικογένειας | main-d'oeuvre non familiale |
agric. | εργατικό δυναμικό εκτός των μελών της οικογένειας,εποχιακώς απασχολούμενο | main-d'oeuvre non familiale occupée irrégulièrement |
agric. | εργατικό δυναμικό εκτός των μελών της οικογένειας,μόνιμα απασχολούμενο στην εκμετάλλευση | main-d'oeuvre non familiale occupée régulièrement |
law, lab.law. | εργατικό δυναμικό με δυνατότητα επιτελέσεως πολλών και διαφορετικών εργασιών | main-d'oeuvre polyvalente |
social.sc., ed. | εργατικό δυναμικό με υψηλότατο βαθμό ειδίκευσης | main-d'oeuvre hautement qualifiée |
market. | εργατικό δυναμικό που προσφέρει εξαρτημένη εργασία | travailleurs salariés |
market. | εργατικό δυναμικό που προσφέρει εξαρτημένη εργασία | effectif salarié |
agric. | εργατικό δυναμικό της γεωργικής εκμετάλλευσης | main-d'oeuvre agricole de l'exploitation |
stat., lab.law. | ετήσια κοινοτική έρευνα για το εργατικό δυναμικό | enquête communautaire annuelle sur les forces de travail |
lab.law. | ευκαιριακό εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre temporaire |
lab.law. | ευκαιριακό εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre occasionnelle |
lab.law. | ευκαιριακό εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre intermittente |
law, lab.law. | ημεδαπό εργατικό δυναμικό | main d'oeuvre nationale |
econ. | οικογενειακό εργατικό δυναμικό | main-d'œuvre familiale |
law, lab.law. | οικογενειακό εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre familiale |
econ., social.sc., empl. | οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικό | population active |
econ., social.sc., empl. | οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre active |
law, lab.law. | πλεονάζον εργατικό δυναμικό | main-d'oeuvre excédentaire |
lab.law. | το εργατικό δυναμικό | la main d'oeuvre |