DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing αέρος | all forms
GreekFrench
ενεργός άνθρακας σε ρεύμα αέροςprocédé de courant dérivé à charbon actif
ομοσπονδιακή υπηρεσία υγείας ύδατος-εδάφους-αέροςoffice fédéral d'hygiène pour les eaux
ομοσπονδιακή υπηρεσία υγείας ύδατος-εδάφους-αέροςle sol et l'atmosphère
περιοχή ελέγχου της ποιότητας του αέροςrégion de contrôle de la qualité de l'air
ποιότητα του αέροςqualité de l'air
υγρασία του αέροςétat hygrométrique
υγρασία του αέροςpression relative de vapeur
υγρασία του αέροςhumidite relative de l'air
υγρασία του αέροςhumidité relative
υγρασία του αέροςdegré hygrométrique
υπερόξινα επικαθίσματα και ποιότητα του αέροςacidification et qualité de l'air
φίλτρο αέροςfiltre à manche