DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Politics containing ένσταση | all forms
GreekFrench
ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτουexception d'incompétence
καθορισμός της ημερομηνίας κατά την οποία ο προσφεύγων πρέπει να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του για την ένσταση που προέβαλε το Συμβούλιοfixation de la date à laquelle le requérant doit introduire ses observations concernant la demande d'exception soulevée par le Conseil
περατώνεται η διαδικασία επί παρεμπίπτοντος ζητήματος αφορώντος ένσταση απαραδέκτουmettre fin à un incident de procédure