DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing έκπτωση | all forms
GreekFrench
έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση μη ανανεώσιμου φυσικού πόρουprovision pour épuisement
έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση μη ανανεώσιμου φυσικού πόρουdéduction pour épuisement
έκπτωση για εξόφληση τοις μετρητοίςescompte de règlement
έκπτωση για εξόφληση τοις μετρητοίςescompte de caisse
έκπτωση διακανονισμούescompte de règlement
έκπτωση διακανονισμούescompte de caisse
έκπτωση με επανενσωμάτωσηdéduction des pertes avec réintégration
έκπτωση πίστεωςremise de fidélité
έκπτωση πίστεωςrabais de fidélité
έκπτωση παρεχόμενη στους μεταπωλητέςrabais octroyé aux revendeurs
έκπτωση φόρουdégrèvement
εξαγορά χρέους με έκπτωσηdette rachetée moyennant décote
εξαγορά χρέους με έκπτωσηdette rachetée au rabais
ληφθείσα έκπτωση διακανονισμούescompte de règlement obtenu
προσφέρω με έκπτωσηdiscompter
πώληση με έκπτωσηvente avec rabais
φορολογική έκπτωσηdégrèvement
χορηγηθείσα έκπτωση διακανονισμούescompte de règlement accordé