Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Tatar
Ukrainian
Vietnamese
Terms
for subject
Law
containing
έκπτωση
|
all forms
Greek
French
άμεση
έκπτωση
déduction immédiate
έκπτωση
από δικαίωμα
déchéance d'un droit
έκπτωση
από δικαιώματα
déchéance de droit
έκπτωση
από καθήκοντα
déchéance des fonctions
έκπτωση
από τα ατομικά δικαιώματα
déchéance des droits individuels
έκπτωση
από την άσκηση της γονικής μέριμνας
déchéance de la puissance paternelle
έκπτωση
από το δικαίωμα οδήγησης
retrait du droit de conduire
έκπτωση
από το δικαίωμα οδήγησης
déchéance du droit de conduire
έκπτωση
από το δικαίωμα της συνταξιοδότησης
prononcer la déchéance du droit à pension de l'intéressé
έκπτωση
εισπραχθέντων μερισμάτων
régime des sociétés mères et filiales
έκπτωση
εισπραχθέντων μερισμάτων
privilège holding
έκπτωση
του αναδόχου
déchéance du concessionnaire
έκπτωση
των εισφορών που καταβάλλονται σε αλλοδαπά ταμεία συντάξεων
déductibilité des contributions versées aux caisses de retraite étrangères
έκπτωση
των ζημιών του εξωτερικού
déduction des pertes étrangères
έκπτωση
των φόρων που καταβλήθηκαν στο εξωτερικό
déduction de l'impôt payé à l'étranger
ανταγωγή με αίτημα την
έκπτωση
ή την ακυρότητα
demande reconventionnelle en déchéance ou en nullité
απαλλαγή χωρίς
έκπτωση
των ζημιών
exonération sans déduction des pertes
απόφαση που διαπιστώνει την
έκπτωση
του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του
décision constatant la déchéance des droits du titulaire de la marque
αυτοδίκαιη
έκπτωση
από το βουλευτικό αξίωμα
déchéance de plein droit de la qualité de député
δέχομαι την
έκπτωση
του φόρου
admettre la déduction de l'impôt
ζημία που γίνεται αποδεκτή προς
έκπτωση
perte admise à la déduction
κανονική
έκπτωση
του επιβληθέντος κατά το προηγούμενο στάδιο φόρου
déduction normale de la taxe appliquée au stade précédent
μεταβολή του δικαιώματος προς
έκπτωση
modification du droit à déduction
μη δήλωση φορολογητέων εισοδημάτων ; ψευδή δήλωση η οποία γίνεται για να επιτευχθεί
έκπτωση
από το φόρο
fausse déclaration faite en vue de l'obtention d'un abattement
μη δήλωση φορολογητέων εισοδημάτων ; ψευδή δήλωση η οποία γίνεται για να επιτευχθεί
έκπτωση
από το φόρο
défaut de déclaration de revenus imposables
ολική ή μερική
έκπτωση
déduction complète ou partielle
ολική ή μερική εξαίρεση από την
έκπτωση
exclusion totale ou partielle de la déduction
περιοριστικό καθεστώς του δικαιώματος προς
έκπτωση
régime de restriction du droit à déduction
Get short URL