Subject | Greek | French |
law, fin. | άμεση έκπτωση | déduction immédiate |
transp. | έκπτωση ίχνους πτήσεως | déviation de trajectoire |
comp., MS | έκπτωση ανά όγκο | remise sur la quantité |
law | έκπτωση από δικαίωμα | déchéance d'un droit |
law | έκπτωση από δικαιώματα | déchéance de droit |
law, lab.law. | έκπτωση από καθήκοντα | déchéance des fonctions |
social.sc. | έκπτωση από μία κοινωνική τάξη | déclassement social |
law | έκπτωση από τα ατομικά δικαιώματα | déchéance des droits individuels |
proced.law. | έκπτωση από τη γονική μέριμνα | retrait de l'autorité parentale |
proced.law. | έκπτωση από τη γονική μέριμνα | déchéance de l'autorité parentale |
law | έκπτωση από την άσκηση της γονικής μέριμνας | déchéance de la puissance paternelle |
gen. | έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα | déchéance du mandat parlementaire |
law, transp. | έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης | retrait du droit de conduire |
law, transp. | έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης | déchéance du droit de conduire |
insur. | έκπτωση από το δικαίωμα συντάξεως | déchéance du droit à pension |
gov., social.sc. | έκπτωση από το δικαίωμα σύνταξης | déchéance du droit à pension |
gen. | έκπτωση από το δικαίωμα σύνταξης | suppression de pension |
law | έκπτωση από το δικαίωμα της συνταξιοδότησης | prononcer la déchéance du droit à pension de l'intéressé |
market. | έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση μη ανανεώσιμου φυσικού πόρου | provision pour épuisement |
market. | έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση μη ανανεώσιμου φυσικού πόρου | déduction pour épuisement |
tax. | έκπτωση βάσει οικογενειακής κατάστασης | déduction basée sur la situation matrimoniale |
fin. | έκπτωση για αποσβέσεις | déduction pour amortissement |
market. | έκπτωση για εξόφληση τοις μετρητοίς | escompte de règlement |
market. | έκπτωση για εξόφληση τοις μετρητοίς | escompte de caisse |
market. | έκπτωση διακανονισμού | escompte de règlement |
market. | έκπτωση διακανονισμού | escompte de caisse |
insur. | έκπτωση δικαιώματος | déchéance d'un droit |
law, fin. | έκπτωση εισπραχθέντων μερισμάτων | régime des sociétés mères et filiales |
law, fin. | έκπτωση εισπραχθέντων μερισμάτων | privilège holding |
econ. | έκπτωση καλού πελάτου | prime de fidélité |
fin. | έκπτωση κόστους | abattement de coûts |
fin. | έκπτωση λόγω απόσβεσης | déduction pour dépréciation |
lab.law. | έκπτωση λόγω ηλικίας | bonification d'ancienneté |
insur. | έκπτωση λόγω μη ζημιάς | bonification pour non-sinistre |
market., fin. | έκπτωση με επανενσωμάτωση | déduction des pertes avec réintégration |
life.sc., coal. | έκπτωση μεταλλευτικών δικαιωμάτων | reprise d'une concession |
life.sc., coal. | έκπτωση μεταλλευτικών δικαιωμάτων | retirer la concession |
market. | έκπτωση πίστεως | remise de fidélité |
market. | έκπτωση πίστεως | rabais de fidélité |
market. | έκπτωση παρεχόμενη στους μεταπωλητές | rabais octroyé aux revendeurs |
fin. | έκπτωση πιστών πελατών | rabais de fidélité |
transp. | έκπτωση πορείας | dérive |
fin., social.sc. | έκπτωση σε ήδη πελάτες | remise de fidélité |
fin., social.sc. | έκπτωση σε ήδη πελάτες | prime de fidélité |
insur. | έκπτωση στα ασφάλιστρα | escompte de fidélité |
transp. | έκπτωση στα κόμιστρα | bonification de taxe |
health. | έκπτωση της προσωπικότητας | détérioration de la personnalité |
law, construct. | έκπτωση του αναδόχου | déchéance du concessionnaire |
industr. | έκπτωση του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας | extinction du brevet communautaire |
tax. | έκπτωση του φόρου | déduction fiscale |
tax. | έκπτωση του φόρου | déduction d'impôt |
tax. | έκπτωση του φόρου | abattement fiscal |
fin. | έκπτωση των βαρών | déductibilité des charges |
law, fin. | έκπτωση των εισφορών που καταβάλλονται σε αλλοδαπά ταμεία συντάξεων | déductibilité des contributions versées aux caisses de retraite étrangères |
law, fin. | έκπτωση των ζημιών του εξωτερικού | déduction des pertes étrangères |
law, fin. | έκπτωση των φόρων που καταβλήθηκαν στο εξωτερικό | déduction de l'impôt payé à l'étranger |
fin. | έκπτωση τόκων | déduction d'intérêts |
market. | έκπτωση φόρου | dégrèvement |
tax. | έκπτωση φόρου | impôt négatif |
tax. | έκπτωση φόρου | avoir fiscal |
econ. | έκπτωση φόρου | déduction fiscale |
tax. | έκπτωση φόρου | crédit d'impôt |
fin. | έκπτωση φόρου από ασφάλιστρα | réduction de la prime d'assurance maladie |
fin. | έκπτωση φόρου για επενδύσεις | déduction pour investissement |
tax. | έκπτωση φόρου για φόρους που καταβλήθηκαν στο εξωτερικό | crédit d'impôt accordée pour impôts payés à l'étranger |
earth.sc., transp. | ανισοελαστική έκπτωση | dérive anisoélastique |
law | ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα | demande reconventionnelle en déchéance ou en nullité |
law, fin. | απαλλαγή χωρίς έκπτωση των ζημιών | exonération sans déduction des pertes |
environ. | αποζημίωσηεις/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση | indemnité |
environ. | αποζημίωσηεις/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση | allocation |
patents. | απόφαση που διαπιστώνει την έκπτωση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος από τα δικαιώματά του | décision constatant la déchéance des droits du titulaire de la marque communautaire |
law, patents. | απόφαση που διαπιστώνει την έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του | décision constatant la déchéance des droits du titulaire de la marque |
patents. | απόφαση που κηρύσσει την έκπτωση | décision de déchéance |
law | αυτοδίκαιη έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα | déchéance de plein droit de la qualité de député |
law, fin. | δέχομαι την έκπτωση του φόρου | admettre la déduction de l'impôt |
tax. | δικαίωμα προς έκπτωση | droit à déduction |
fin. | διπλή έκπτωση εξόδων | double déduction des charges |
commer. | ειδικευμένος στην προσφορά με έκπτωση | discompteur |
transp. | εισιτήριο με έκπτωση 50% | billet à moitié prix |
transp. | εισιτήριο με έκπτωση 50% | demi-billet |
transp. | εισιτήριο με έκπτωση 50% | billet à demi-tarif |
transp. | εισιτήριο με έκπτωση για σιδηροδρομικό υπάλληλο | billet à prix réduit pour le personnel du chemin de fer |
transp. | εισιτήριο με έκπτωση για σιδηροδρομικό υπάλληλο | billet d'employé |
transp. | εκτροπή,έκπτωση | dérive |
market. | εξαγορά χρέους με έκπτωση | dette rachetée moyennant décote |
market. | εξαγορά χρέους με έκπτωση | dette rachetée au rabais |
patents. | επικαλούμαι την έκπτωση των δικαιωμάτων εκ κοινοτικού σήματος | faire valoir la déchéance d'une marque communautaire |
law, fin. | ζημία που γίνεται αποδεκτή προς έκπτωση | perte admise à la déduction |
transp. | κάρτα εισιτηρίων με έκπτωση 50 επί τοις εχατό | carte à demi-tarif |
transp. | κάρτα εισιτηρίων με έκπτωση 50 επί τοις εχατό | abonnement pour demi-billets |
law, fin. | κανονική έκπτωση του επιβληθέντος κατά το προηγούμενο στάδιο φόρου | déduction normale de la taxe appliquée au stade précédent |
market. | ληφθείσα έκπτωση διακανονισμού | escompte de règlement obtenu |
law, fin. | μεταβολή του δικαιώματος προς έκπτωση | modification du droit à déduction |
comp., MS | μη αυτόματη έκπτωση | remise manuelle |
law, tax. | μη δήλωση φορολογητέων εισοδημάτων ; ψευδή δήλωση η οποία γίνεται για να επιτευχθεί έκπτωση από το φόρο | fausse déclaration faite en vue de l'obtention d'un abattement |
law, tax. | μη δήλωση φορολογητέων εισοδημάτων ; ψευδή δήλωση η οποία γίνεται για να επιτευχθεί έκπτωση από το φόρο | défaut de déclaration de revenus imposables |
law, fin. | ολική ή μερική έκπτωση | déduction complète ou partielle |
law, fin. | ολική ή μερική εξαίρεση από την έκπτωση | exclusion totale ou partielle de la déduction |
polit., immigr. | Ομάδα "Έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης" | Groupe "Déchéance du droit de conduire" |
fin. | πάγια έκπτωση | déduction uniforme |
fin. | Πάγια έκπτωση | Déduction uniforme |
econ. | παρέχω έκπτωση | allouer une ristourne |
transp. | περιορίζω την έκπτωση | réduire la dérive |
law, fin. | περιοριστικό καθεστώς του δικαιώματος προς έκπτωση | régime de restriction du droit à déduction |
fin. | ποσοτική έκπτωση | rabais de quantité |
transp. | προνομιακή έκπτωση μισθώματος | réduction à caractère social |
market. | προσφέρω με έκπτωση | discompter |
market. | πώληση με έκπτωση | vente avec rabais |
econ. | πώληση με έκπτωση | vente au rabais |
fin. | σουάπ με έκπτωση | swap avec décote |
econ. | συμπληρωματική έκπτωση στους φόρους επί ατομικού εισοδήματος | déduction supplémentaire |
commun. | συναθροιστική έκπτωση | réduction cumulée |
econ. | τιμή με έκπτωση | prix discompté |
econ. | τιμή με έκπτωση | prix discompte |
lab.law. | το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την έκπτωση του μέλους από το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως | la Cour de justice peut prononcer la déchéance du droit à pension du membre |
stat., fin. | φορολογική έκπτωση | décharge sur un impôt |
market. | φορολογική έκπτωση | dégrèvement |
stat., fin. | φορολογική έκπτωση | réduction d'impôt |
fin. | φορολογική έκπτωση | réduction fiscale |
stat., social.sc. | φορολογική έκπτωση | dégrèvement fiscal |
fin. | φορολογική έκπτωση | déduction d'impôts |
tax. | φορολογική έκπτωση κατ' αποκοπή | déduction forfaitaire |
fin. | φορολογική έκπτωση παραχωρούμενη σε ιδιώτες | déduction fiscale accordée aux particuliers |
fin. | φορολογική έκπτωση πρώτης χρήσης | déduction accordée la première année |
tax. | φορολογική έκπτωση; φορολογική απαλλαγή | abattement fiscal |
market., fin. | χορηγηθείσα έκπτωση διακανονισμού | escompte de règlement accordé |
energ.ind. | χορηγώ έκπτωση | accorder un rabais |
account. | χρεόγραφα που εκδίδονται με έκπτωση/πριμ | titres émis au-dessous du pair |
account. | χρεόγραφα που εκδίδονται με έκπτωση/πριμ | titres sous le pair |