DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing Πλαίσιο | all forms
GreekFrench
εντοιχισμένο πλαίσιο εστιώνtable de travail encastrable
θερμοδιαμόρφωση σε πλαίσιοformage sur serre-flan auxiliaire
κοίλο πλαίσιο εστιώνtable de travail à cuvette
μεγάλος καθρέπτης που στερεώνεται σε στροφάλους πάνω σε πλαίσιοpsyché
πλαίσιο έκθεσης δοκιμίωνrâtelier d'épreuves
πλαίσιο ανάρτησης ηλεκτροδίωνcadre de suspension
πλαίσιο μεταξοτυπίαςchâssis porte-écran
πλαίσιο συγκράτησης φύλλουserre-flan
πλαίσιο σύσφιγξηςserre-flan
προσχηματισμός σε πρότυπο πλαίσιοpréformage sur écran de préforme
στεγνωτήρας με πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνεται το ύφασμαséchoir à rame