DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Nuclear physics containing Ακτινοβολία | all forms
GreekFrench
ακτινοβολία γ ενσωμάτωσηςrayonnement gamma de capture
ακτινοβολία γ ενσωμάτωσηςgamma de capture
αλληλεπίδραση ιοντιζουσών ακτινοβολιών και φωτονίων μετά της ύληςinteraction des rayonnements ionisants et photons avec la matière
ανίχνευση ακτινοβολιώνdétection des radiations
Διεθνής Επιτροπή Μονάδων και Μετρήσεων ΑκτινοβολιώνCommission internationale des unités et des mesures de radiation
δοχείο πηγής ακτινοβολίαςcontenant de source
Επιστημονική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τη Μελέτη των Επιπτώσεων των Ατομικών ΑκτινοβολιώνComité scientifique des Nations unies pour l'étude des effets des rayonnements ionisants
καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που δημιουργούν κινδύνους από ακτινοβολίεςsituations d' urgence radiologique
Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας Ευρατόμ και κρατών που δεν αποτελούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη συμμετοχή των κρατών αυτών στις κοινοτικές ρυθμίσεις για την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου από ακτινοβολίες EcurieAccord entre la Communauté européenne de l'énergie atomique Euratom et des pays tiers portant sur leur participation aux modalités communautaires en vue de l'échange rapide d'informations dans le cas d'une situation d'urgence radiologique Ecurie
ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου από ακτινοβολίες στην Ευρωπαϊκή Κοινοτηταsystème ECURIE
ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου από ακτινοβολίες στην Ευρωπαϊκή ΚοινοτηταSystème européen d'échange d'informations en cas d'urgence radiologique