DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing Άδεια | all forms
GreekFrench
άδεια προς εργασίαautorisation de travail
άδεια προσωπική και μη μεταβιβάσιμηautorisation nominale et incessible
άδεια χωρίς αποδοχέςcongé sans solde
αίτηση προς άδεια εκτελέσεως εργασιώνdemande d'autorisation de travail
αλλοδαπός με άδεια διαμονήςétranger résident
ετήσια άδειαcongé annuel
ετήσια άδεια μετ'αποδοχώνcongé payé