DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing συγκράτηση | all forms
SubjectGreekGerman
commun., ITένδειξη γραμμής σε συγκράτησηLeitungshalteanzeige
lab.law.ανεπαρκής συγκράτηση στη θέσηmangelhafter Sitz
industr., construct.αντικείμενο που χρησιμεύει ως βαρίδιο για τη συγκράτηση εγγγράφωνBriefbeschwerer
chem.απόλυτη επιφανειακή συγκράτησηabsolute Oberflächen-Abscheidung
IT, transp.αυτόματη συγκράτηση ποδιώνautomatische Beinrückhaltung
IT, transp.αυτόματη συγκράτηση ποδιώνautomatische Beinfesselung
mun.plan.βέργα για τη συγκράτηση των ταπήτωνTreppenlaeuferstange
med.ελαστική συγκράτησηKompressionstherapie
med.ελαστική συγκράτησηSpezialverankerung
met.εξωτερική κυκλική λείανση χωρίς αξονική συγκράτησηspitzenlos Außenrundschleifen
med.εργαλείο για συγκράτηση σωληναρίων ραδίου σε οποιοδήποτε μέρος της μήτραςHysterostat
met.εσωτερική κυκλική λείανση χωρίς αξονική συγκράτησηspitzenlos Innenrundschleifen
lab.law.καλή πρόσφυση με συγκράτησηfester Halt durch Eingriff
environ.καταστολή/απώθηση/περιορισμός/συγκράτησηUnterdrückung
earth.sc., el.με μαγνητική συγκράτησηHaltespule
transp., polit.μη συγκράτηση υψηλού ενεργειακού υπολείμματοςmit hoher Energie austretendes Teil
el.μηχανικό σύστημα απλής πίεσης χωρίς συγκράτησηTastmechanik
tech., industr., construct.μηχανισμός τάνυσης νήματος με σημειακή συγκράτησηZusatz-Einrichtung mit Klemmwirkung
earth.sc., el.πλήκτρο με μαγνητική συγκράτησηDruckknopf mit Magnetsperrung
earth.sc., el.πλήκτρο με μαγνητική συγκράτησηDruckknopf mit Magnetsperre
transp.σημείο σταθερό για τη συγκράτηση της όδευσηςFestpunkt
chem., met.συγκράτηση ακαθαρσιώνSchmutzretention
environ.συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςEindämmung
environ.συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςRückhaltung
environ.συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςRückhaltung von Schwefeldioxid und Stickstoffoxiden
environ.συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςEinschließung
environ.συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςSchadensbegrenzung
environ.συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμόςContainment
mech.eng.συγκράτηση απόληξηςEndstückhalter
gen.συγκράτηση ατμούabsolute Dampffeuchte
nat.sc., industr., construct.συγκράτηση ατμού σε βαθμό κορεσμούSättigungsdampffeuchte
agric.συγκράτηση αφρούSchaumhaltbarkeit
ITσυγκράτηση δεδομένωνDatenerhalt
environ., agric.συγκράτηση διαδρόμου ασφαλείας πυρκαγιάςHalten der Bekämpfungslinie
med.συγκράτηση δοντιώνBlockverankerung
el.συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμηKlemmen
mech.eng.συγκράτηση καθοδηγητικού κανόναSchablonenhalter
mech.eng.συγκράτηση καθοδηγητικού κανόναLeitkurvenhalter
commun.συγκράτηση και απόλυση διπλής κατάληψηςGlare-Hold-and-Glare-Release
commun.Συγκράτηση ΚλήσηςDienstmerkmal Hold
commun.Συγκράτηση ΚλήσηςDienstmerkmal Halten
gen.συγκράτηση κλήσηςMakeln
commun.συγκράτηση κλήσης από θέσηHaltezustand
commun.συγκράτηση κλήσης από θέσηFangen bei Platzanruf
commun., ITσυγκράτηση κλήσης από την τηλεφωνήτριαein Ferngespräch festhalten
commun.συγκράτηση κορυφήςPeak-Hold
met., mech.eng.συγκράτηση λειαντικού τροχούSchleifscheiben-Aufnahmekörper
commun., ITσυγκράτηση με μυστικότηταFreischalten
ITσυγκράτηση μνήμης με μπαταρία επανεκκίνησης σε διακοπή ισχύοςSpeicherladung bei Netzwiederkehr-Batteriebetrieb
construct.συγκράτηση σε υγρασίαabsolute Feuchte
construct.συγκράτηση σε υγρασίαabsolute Feuchtigkeit
construct.συγκράτηση σε υγρασίαWassergehalt
construct.συγκράτηση σε υγρασίαFeuchtigkeitsgehalt
tech.συγκράτηση σκανδαλισμούTriggersperre
industr., construct., chem.Συγκράτηση σκόνηςStaubeinführung
mech.eng.συγκράτηση στελέχουςSchafthalter
mech.eng.συγκράτηση στελέχουςMitnehmer
econ., agric.συγκράτηση της παραγωγήςProduktionslenkung, Produktionssteuerung
agric.συγκράτηση της παραγωγήςEindämmung der Erzeugung
mech.eng.συγκράτηση της πτώσεως πιέσεως στον πυρήνα αντιδραστήραBeherrschung des Druckabfalls im Kern
earth.sc., chem.συγκράτηση του διαλύτηLösungsmittelretention
lab.law.συγκράτηση του κράνους στο κεφάλιSitzfestigkeit des Schutzhelms
environ.συγκράτηση του CΟ2CO2-Abscheidung
met., mech.eng.συγκράτηση του χυτοτεμαχίου στον τύποHaften
met.συγκράτηση των άκρων συγκολλήσεωςfixieren der teilstuecke
met.συγκράτηση των άκρων συγκολλήσεωςeinspannen der werkstuecke
fin., agric.συγκράτηση των γεωργικών δαπανώνEindämmung der Agrarausgaben
fin., social.sc., empl.συγκράτηση των μισθώνLohnzurückhaltung
fin., social.sc., empl.συγκράτηση των μισθώνLohndämpfung
life.sc.συγκράτηση χούμουHumusgehalt
med.συσκευή που χρησιμεύει για την υποστήριξη ή συγκράτηση των οργάνων μετά από πάθησηApparat zum Stuetzen oder Halten von Organen nach einer Krankheit
mech.eng.σφαιρική ή πρισματική ιδιοσυσκευή με βραχίονες για τη συγκράτηση και την περιστροφή σπειροτόμων χειρόςKugelwindeisen
nat.sc., industr., construct.σχετική συγκράτηση ατμούrelative Dampffeuchte
nat.sc., industr., construct.σχετική συγκράτηση ύδατοςFeuchtigkeitsgehalt
nat.sc., el.σύντηξη με μαγνητική συγκράτηση του πλάσματοςFusion durch Magneteinschluss
transp.τάκος ιστού για τη συγκράτηση εξαρτίαςMastklampe
transp.τύλος ιστού για τη συγκράτηση εξαρτίαςMastklampe
industr., construct.υδατική συγκράτησηAbquetscheffekt
earth.sc., el.ωθούμενος διακόπτης με μαγνητική συγκράτησηDruckknopfschalter mit Haltespule