DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing τρόπος | all forms
GreekGerman
αστάθμιστος τρόποςungewichteter Modus
ασύγχρονος τρόπος λειτουργίαςasynchrone Betriebsart
ασύγχρονος τρόπος λειτουργίαςAsynchronbetrieb
κοινός τρόποςGleichtakt
κυματικός τρόπος κυματοδηγούWellenleiter-Mode
οδηγούμενος τρόποςgeführter Modus
συμμετρικός τρόπος τροφοδοσίαςSymmetrische Betriebsart
σύγχρονος τρόπος λειτουργίαςSynchronmodus
σύγχρονος τρόπος λειτουργίαςSynchronverfahren
σύγχρονος τρόπος λειτουργίαςSynchronbetrieb
τρόπος ή τύπος εξακρίβωσης επικοινωνίαςErkennung des Kommunikationsmodus oder-typus
τρόπος αναλογικού ελέγχουtemperaturabhängige Haltezeit eines Relais
τρόπος αναφοράςReferenzmodus
τρόπος αποτυχίαςAusfallart
τρόπος διάδοσηςAusbreitungsmodus
τρόπος διάδοσης κυμάτων επιφανείαςAusbreitungsmodus der Bodenwelle
τρόπος διαδικασίαςBedienungsmodus
τρόπος διόδου GunnBetriebsart eines Gunnelementes
τρόπος ενδείκτη σειράςReihenbeschreibungsart
τρόπος κίνησηςAntriebsart
τρόπος κίνησηςMitnahme
τρόπος κίνησηςAntrieb
τρόπος καθυστέρησης παλμούImpulsverzögerungsbetrieb
τρόπος λήψηςEmpfangsart
τρόπος λειτουργίας OFF-LINEOffline-Betrieb
τρόπος λειτουργίας δέσμευσηςSperrbetriebsart
τρόπος λειτουργίας πακέτουPaketvermittlungsverfahren
τρόπος λειτουργίας παρασιτικόςunerwünschte Welle
τρόπος λειτουργίας συνόλωνMengenmodus
τρόπος λειτουργίας "φωνή συν δεδομένα"Sprach- und Daten-Modus
τρόπος μετάδοσηςSendemodus
τρόπος πακέτουPaketvermittlungsverfahren
τρόπος φώρασηςDemodulationsbetriebsart
υβριδικός τρόποςHybrid-Mode
υβριδικός τρόποςHybrid-Betriebsart