DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing στέρηση | all forms
GreekGerman
αναφερόμενος στην στέρηση ή την απώλεια του ασβεστίουkalzipriv
αρθροπάθεια προκαλούμενη από την στέρηση ή οφειλόμενη στην στέρηση των ωοθηκώνArthropathia climacterica
αρθροπάθεια προκαλούμενη από την στέρηση ή οφειλόμενη στην στέρηση των ωοθηκώνArthropathia ovaripriva
αρθροπάθεια προκαλούμενη από την στέρηση ή οφειλόμενη στην στέρηση των ωοθηκώνArthritis ovaripriva
μητρική στέρησηMutterentzug