Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Social science
containing
πρωτοβουλία
|
all forms
Greek
German
επιτροπή-σύνδεσμος μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των ομάδων ελεύθερης
πρωτοβουλίας
για την καταπολέμηση της φτώχειας
Verbindungsausschuß zwischen der Kommission der EG und den freien Initiativen im Kampf gegen die Armut
επιτροπή-σύνδεσμος μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των ομάδων ελεύθερης
πρωτοβουλίας
για την καταπολέμηση της φτώχειας
Verbindungsausschuß der Armutsinitiativen
κοινοτική
πρωτοβουλία
, για την προώθηση της ισότητας ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης
Gemeinschaftsinitiative zur Förderung der Chancengleichheit für Frauen im Bereich Beschäftigung und berufliche Bildung
κοινοτική
πρωτοβουλία
σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ορισμένες μειονεκτούσες ομάδες
Gemeinschaftsinitiative für die Behinderten und bestimmte benachteiligte Gruppen
Κοινοτική τεχνολογική
πρωτοβουλία
υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων
1993-1994
Technologieinitiative der Gemeinschaft für Behinderte und ältere Menschen
1993-1994
κοινοτική τεχνολογική
πρωτοβουλία
υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων
Technologie-Initiative der Gemeinschaft für Behinderte und ältere Menschen
κοινοτική τεχνολογική
πρωτοβουλία
υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ηλικιωμένων
Technologie für die sozioökonomische Integration von Behinderten und älteren Menschen
Πρωτοβουλία
"Απασχόληση - Integra"
Aktionsbereich INTEGRA
Πρωτοβουλία
ΔΑΦΝΗ - Μέτρα για την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών
Initiative DAPHNE - Massnahmen zur Bekämpfung von Gewalt gegen Kinder, Jugendliche und Frauen
πρωτοβουλία
-πλαίσιο για την κοινωνική προστασία
Rahmeninitiative zur sozialen Sicherheit
Get short URL