DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing παρακολούθηση | all forms
GreekGerman
ανίχνευση αδήλωτων μετακινήσεων με οπτική επιτήρηση/παρακολούθησηAufdeckung nicht gemeldeter Bewegungen durch optische Überwachung/Monitoring
ανεξάρτητη παρακολούθηση καίριων στοιχείωνunabhängige Überwachung von Schlüsseldaten
βοήθημα για την ιατρική παρακολούθηση του παιδιούBeihilfe für die medizinische Überwachung eines Kindes
ελάττωμα κατά την παρακολούθησηBeobachtungsfehler
επίβλεπτη μέτρηση,παρακολούθηση ή επιτήρησηnichtinspektorgeführte Überwachung
επίβλεπτη μέτρηση,παρακολούθηση ή επιτήρησηautomatisches Meß-und Kontrollsystem
ιατρική παρακολούθησηärztliche Beobachtung
λογιστική παρακολούθησηBuchprüfung
ad hoc ομάδα για την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμπερασμάτων του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004 για την ΚύπροAd-hoc-Gruppe "Umsetzung der Schlussfolgerungen des Rates zu Zypern vom 26. April 2004"
παρακολούθηση και αξιολόγησηBegleitung und Bewertung
Παρακολούθηση της κατάστασηςZustandsüberwachung
παρακολούθηση της προείας των αναλήψεων δαπανώνWeiterverfolgung der Mittelbindungen
παρακολούθηση των αποφάσεων της ΕπιτροπήςÜberprüfung der Anwendung der Kommissionsentscheidungen
παρακολούθηση των πόρων και του δυναμικού του ΝΑΤΟÜberwachung von Mitteln und Fähigkeiten der NATO
παρακολούθηση των πόρων και του δυναμικού του ΝΑΤΟBeobachtung von NATO-Mitteln und Fähigkeiten
προσωπική παρακολούθησηPersonendosis-Kontrolle
συνεδρίαση για την παρακολούθηση των συμπερασμάτων της ΒιέννηςWiener Folgekonferenz
συνεχής παρακολούθηση και αξιολόγησηMessung und Bewertung
συνεχής παρακολούθηση με υπερήχουςkontinuierliche Ultraschall-Überwachung
συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθησηÜberwachung
συνοριακή παρακολούθησηGrenzüberwachung
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθησηÜberwachung
τεχνική και δημοσιονομική παρακολούθησηtechnische und haushaltstechnische Abwicklung