DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing ομάδα | all forms
GreekGerman
αμιδική ομάδαAmidgruppe
Διακομματική Ομάδα "Βιομηχανική Μετατροπή"Interfraktionelle Arbeitsgruppe "Industrielle Wandlung"
Διακομματική ομάδα "Ναυπηγική βιομηχανία"Interfraktionelle Arbeitsgruppe "Schiffbau"
διεθνής ομάδα μελετών για το νικέλιοInternationale Studiengruppe für Nickel
διεθνής ομάδα μελετών για το χαλκόInternationale Studiengruppe für Kupfer
διεθνής ομάδα μελετών για το χαλκόInternationale Kupferstudiengruppe
διεθνής ομάδα μελετών για τον κασσίτεροInternationale Studiengruppe für Zinn
Ομάδα άμεσης παρέμβασης στον ερευνητικό και βιομηχανικό τομέαTask Force Forschung/Industrie
ομάδα "γκρίζου χαρτονιού"Graupappe
ομάδα εμπειρογνωμόνων για θέματα παθητικής ασφάλειαςSachverständigengruppe für passive Sicherheit
ομάδα επαφών για το άνθρακα και το χάλυβαKontaktgruppe für Kohle und Stahl
ομάδα εργασίαςWerkstelle
ομάδα εργασίαςStuhl
ομάδα εργασίαςArbeitsplatz
ομάδα εργασίας προέδρωνPräsidentenausschuss
Ομάδα Εργασίας "WISO": ΧαλυβουργίαArbeitsgruppe "WISO": Stahlindustrie
ομάδα ευρωπαϊκών βιομηχανιών άμυναςEuropäischer Rüstungsindustrieverband
ομάδα νημάτων στημονιούFadenschar von 40 Fäden
Ομάδα "Περιοχές εξόρυξης άνθρακος"Interfraktionelle Arbeitsgruppe "Bergwerkregionen"
ομάδα χαρακτηριστικών καμπυλώνKennlinienschar