DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing ομάδα | all forms
GreekGerman
βασική ομάδαGrundprimärgruppe
βασική ομάδαGrundgruppe
Διακομματική Ομάδα "Πυρηνικός Αφοπλισμός"Interfraktionelle Arbeitsgruppe "Nuklearabrüstung"
Ειδική Μόνιμη Ομάδα Εργασίας για τη μεταφορά ραδιενεργών ουσιώνspezielle ständige Arbeitsgruppe für die Beförderung radioaktiver Stoffe
ειδική ομάδα εργασίαςbesondere Arbeitsgruppe
ζευκτική ομάδαLeitungsbündel
ζευκτική ομάδαBündel
θερμοηλεκτρική ομάδα μηχανώνthermischer Maschinensatz
θερμοηλεκτρική ομάδα μηχανώνThermo-elektrischer Maschinensatz
ομάδα ακροδεκτώνAnschlußleiste
ομάδα δεκτώνEmpfängergruppe
ομάδα δρόμωνStreckenbündel
ομάδα εκτίμησης σημαντικών γεγονότων σε θέματα ασφάλειαςTeam zur Bewertung sicherheitsrelevanter Ereignisse
Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τη Μη ΔιάδοσηSachverständigengruppe für Nichtverbreitung
ομάδα επαφώνKontaktsatz
ομάδα εργασίας για την ασφάλεια των αντιδραστήρωνBeratungsausschuss für Reaktorsicherheit
ομάδα εργασίας για την ασφάλεια των αντιδραστήρωνArbeitsgruppe für Reaktorsicherheit
ομάδα εργασίας για την ασφάλεια των αντιδραστήρωνArbeitsgruppe Reaktorsicherheit
ομάδα εργασίας για την ασφάλεια των πυρηνικών αντιδραστήρωνArbeitsgruppe für Reaktorsicherheit
ομάδα εργασίας για την ασφάλεια των πυρηνικών αντιδραστήρωνBeratungsausschuss für Reaktorsicherheit
ομάδα εργασίας για την ασφάλεια των πυρηνικών αντιδραστήρωνArbeitsgruppe Reaktorsicherheit
ομάδα εργασίας για τις κανονιστικές ρυθμίσεις στον τομέα της πυρηνικής ενέργειαςArbeitsgruppe Genehmigungsbehörden Kernreaktoren
Ομάδα Εργασίας "Πυρηνικά ΄Οπλα"Arbeitsgruppe "Atomwaffen"
ομάδα ηλεκτρονόμωνBank
ομάδα κατευθύνσεωνStreckenbündel
ομάδα κλάδων διαχωρισμούTrennbündel
ομάδα κλάδων διαχωρισμούSchnittmenge
ομάδα κυκλωμάτωνLeitungsbündel
ομάδα κυκλωμάτωνBündel
ομάδα μεταγωγήςKommutierungsgruppe
ομάδα μικροσκοπικού τύπουAnordnung von Mikromodulbausteinen
ομάδα μικροσκοπικών συνθετικών στοιχείωνAnordnung von Mikromodulbausteinen
ομάδα πομπώνSendergruppe
ομάδα συνδέσεως ενός μετασχηματιστούSchaltgruppe eines transformators
ομάδα υπηρεσιακών κυκλωμάτωνDienstleitungsgruppe
ομάδα φωνήςGruppe der Sprachkanäle
ομάδα χρηστών TELEMANTELEMAN-Benutzergruppe
πομπός σε συγχρονισμένη ομάδαSender für eine Synchrongruppe
πρωτο-ομάδαGrundprimärgruppe
πρωτο-ομάδαGrundgruppe
πρωτο-ομάδα παλμοκωδικής διαμόρφωσηςPCM-Primärmultiplexgruppe
συλλογική κεντρική ομάδαgemeinsames zentrales Team
συντονιστική επιτροπή για τους ταχείς αντιδραστήρες σχετικά με την ομάδα εργασίας "κώδικες και προδιαγραφές"Koordinierungsausschuss für schnelle Reaktoren - Codes und Standards
τοπική ομάδαHeimat-Team