DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing οδοντιατρική | all forms
GreekGerman
κάτοπτρο για την ιατρική ή την οδοντιατρικήSpiegel zu medizinischen oder zahnaerztlichen Zwecken
οδοντιατρική επεμβατική μονάδαZahnbehandlungseinheit
οδοντιατρική λαβίδαDentiducum
οδοντιατρική λαβίδαZahnzange
οδοντιατρική λαβίδαExtraktionszange
οδοντιατρική λαβίδαDentarpaga
οδοντιατρική περίθαλψηZahnbehandlung
οδοντιατρική πολυθρόναzahnaerztlicher Behandlungsstuhl
οδοντιατρική πολυθρόναStuhl für Zahnbehandlungen
οδοντιατρική συσκευή υπεριωδών ακτίνωνDentalhoehensonne
οδοντιατρική των παίδωνPädodontie
οδοντιατρική φρέζαFräse
οδοντιατρική φρέζαFräser
οδοντιατρική φρέζαBohrer
οδοντιατρική φρέζαDentalbohrer
οδοντιατρική φρέζαZahnfraese
παιδική οδοντιατρικήPädodontie
προσθετική οδοντιατρικήzahnärztliche Prothetik
προσθετική οδοντιατρικήZahnprothetik
προσθετική οδοντιατρικήZahnersatzkunde