DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing μονάδα διαπραγμάτευσης | all forms | in specified order only
GreekGerman
ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριοlot
ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριοSchlusseinheit
ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριοAnzahl
μονάδα διαπραγμάτευσηςlot
μονάδα διαπραγμάτευσηςgehandelte Einheit
μονάδα διαπραγμάτευσηςGeschäftseinheit
μονάδα διαπραγμάτευσηςSchlusseinheit
μονάδα διαπραγμάτευσης"Runde Posten"
μονάδα διαπραγμάτευσηςAnzahl
μονάδα διαπραγμάτευσηςGröße eines runden Postens