Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Romanian
Spanish
Terms
for subject
Finances
containing
μονάδα διαπραγμάτευσης
|
all forms
|
in specified order only
Greek
German
ελάχιστη
μονάδα διαπραγμάτευσης
κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
lot
ελάχιστη
μονάδα διαπραγμάτευσης
κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
Schlusseinheit
ελάχιστη
μονάδα διαπραγμάτευσης
κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
Anzahl
μονάδα διαπραγμάτευσης
lot
μονάδα διαπραγμάτευσης
gehandelte Einheit
μονάδα διαπραγμάτευσης
Geschäftseinheit
μονάδα διαπραγμάτευσης
Schlusseinheit
μονάδα διαπραγμάτευσης
"Runde Posten"
μονάδα διαπραγμάτευσης
Anzahl
μονάδα διαπραγμάτευσης
Größe eines runden Postens
Get short URL