DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing μονάδα | all forms
GreekGerman
βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχουςbenoetigtes Spritzgewicht pro Flaeche und Schichtdicke
βάρος τηκομένου ηλεκτροδίου ανά μονάδα χρόνουAbschmelzgeschwindigkeit
βάρος της βέργας που ψεκάζεται στη μονάδα του χρόνουStabdurchsatz
βάρος της βέργας που ψεκάζεται στη μονάδα του χρόνουStababschmelzgewicht
βάρος του σύρματος που ψεκάζεται στη μονάδα του χρόνουDrahtdurchsatz
βάρος του σύρματος που ψεκάζεται στη μονάδα του χρόνουDrahtabschmelzgewicht
βάρος ψεκαζόμενου υλικού στη μονάδα επιφάνειαςGewicht des Spritzgutes pro Flaeche
κατασκευή ανά μονάδαEinzelfertigung
κατασκευή ανά μονάδαEinzelanfertigung
μονάδα αποδοχήςPruefeinheit
μονάδα βαφήςDressiergeruest
μονάδα διαρροήςLusec
μονάδα εμπλουτισμού και συσσωμάτωσηςAnreicherungs- und Sinteranlage
μονάδα επικασσιτέρωσηςVerzinnerei
μονάδα επιψευδαργύρωσης ιδιοπαραγώγωνAnlage fuer Eigenverzinkung
μονάδα θερμοκατεργασίας ελασμάτων και γαλβανιστήριοBandwaermebehandlungsanlage und Verzinkungsanlage
μονάδα θραύσηςBrechwerk
μονάδα παραγωγής ηλεκτροχάλυβαElektrostahlwerk
μονάδα συγκόλλησηςschweisseinrichtung
μονάδα συγκόλλησηςschweissanlage
μονάδα συσσωμάτωσηςSinteranlage
μονάδα χύτευσηςGießerei
μονάδα ψεκασμούSpritzanlage
ολοκληρωμένη μονάδα παραγωγήςAnlage fuer Eigenverzinkung