Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Finances
containing
μονάδα
|
all forms
Greek
German
έσοδα του κατόχου της εκμετάλλευσης και της οικογένειάς του ανά
μονάδα
μη αμειβόμενης εργασίας
Familienbetriebseinkommen je Einheit unbezahlter Arbeit
αναφερόμενη τιμή κατά
μονάδα
Stücknotierung
αναφερόμενη τιμή κατά
μονάδα
Stückkurs
αξία ανά
μονάδα
Einheitswert
απόδοση κατά
μονάδα
Erträge je Einheit
διαφορική
μονάδα
ανταλλαγής
Swapsatz
εθνική νομισματική
μονάδα
nationale Währungseinheit
ελάχιστη
μονάδα
διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
lot
ελάχιστη
μονάδα
διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
Schlusseinheit
ελάχιστη
μονάδα
διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
Anzahl
ελεγχόμενη
μονάδα
geprüfte Stelle
ενιαία νομισματική
μονάδα
Rechnungseinheit
ευρωπαϊκή λογιστική
μονάδα
Europäische Rechnungseinheit
ευρωπαϊκή νομισματική
μονάδα
Europäische Währungseinheit
ευρωπαϊκή νομισματική
μονάδα
European Currency Unit
η αξία που αντιστοιχεί στην ισοτιμία σε σχέση προς τη λογιστική
μονάδα
der Pariwert gegenueber der Rechnungseinheit
καθαρή προστιθέμενη αξία σε τιμές συντελεστών παραγωγής ανά
μονάδα
εργασίας
Betriebseinkommen je Arbeitseinheit
κατά
μονάδα
αξία cif
cif-Wert je Einheit
λογιστική
μονάδα
Rechnungseinheit
λογιστική
μονάδα
ισοτιμίας σε χρυσό
Goldparitaets-Rechnungseinheit
λογιστική
μονάδα
του προϋπολογισμού
Rechnungseinheit im Haushalt
λογιστική
μονάδα
των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Rechnungseinheit der Organe der Europäischen Gemeinschaften
μεγάλη λειτουργική
μονάδα
große operationelle Einheit
μετατοπισμένη παραγωγική
μονάδα
verlagerte Produkte
μικτή προστιθέμενη αξία ανά
μονάδα
γεωργικής εργασίας
Bruttowertschöpfung pro landwirtschaftliche Arbeitseinheit
μονάδα
έκτακτης ανάγκης
Contingency-Modul
μονάδα
έκφρασης χρηματικών ποσών
Denominationseinheit
μονάδα
αγοραστικής ισοτιμίας
Kaufkraftstandard
μονάδα
αναφοράς
Referenzeinheit
μονάδα
ανθρώπινης εργασίας
Arbeitskräfteeinheit
μονάδα
ανθρώπινης εργασίας
Arbeitskrafteinheit
μονάδα
αντιμετώπισης χρηματοπιστωτικών κρίσεων
Krisenstab für den Finanzmarkt
Μονάδα
αξιολόγησης χρηματοδοτήσεων
Einheit für die Evaluierung der Operationen
μονάδα
βάσης swap
Swapsatz
μονάδα
δημιουργίας
Schaffungseinheit
μονάδα
δημιουργίας
Creation Unit
μονάδα
διαπραγμάτευσης
Geschäftseinheit
μονάδα
διαπραγμάτευσης
gehandelte Einheit
μονάδα
διαπραγμάτευσης
lot
μονάδα
διαπραγμάτευσης
"Runde Posten"
μονάδα
διαπραγμάτευσης
Schlusseinheit
μονάδα
διαπραγμάτευσης
Anzahl
μονάδα
διαπραγμάτευσης
Größe eines runden Postens
μονάδα
διαχείρισης του προϋπολογισμού
für die Haushaltsführung zuständiges Referat
μονάδα
διοίκησης έργου
Projektverwaltungseinheit
1
μονάδα
εθνικού νομίσματος = ECU
Ecu-Wechselkursindex
1
μονάδα
εθνικού νομίσματος = δολάρια ΗΠΑ
USA-Dollar-Wechselkursindex
μονάδα
ελέγχου κινδύνων
Risikoüberwachungseinheit
μονάδα
εξαγωγικού προσανατολισµού
exportorientierter Betrieb
μονάδα
ετήσιας εργασίας
Jahresarbeitseinheit
μονάδα
ευρώ
Euro-Einheit
Μονάδα
καταπολέμησης της παραχάραξης του ευρώ
Euro-Fälschungsbekämpfungsstelle
μονάδα
με εξαγωγικό προσανατολισμό
exportorientierter Betrieb
μονάδα
οικογενειακής εργασίας
Familienbetrieb
μονάδα
προϊόντος Ecomet
ECOMET-Produkteinheit
μονάδα
στην οποία είναι εκφρασμένη η νομισματική υποχρέωση
Einheit,in der die Geldschuld ausgedrückt ist
μονάδα
τεχνικής υποστήριξης
Abteilung Technische Hilfe
μονάδα
τυποποιημένης τροφοδοσίας
Stromversorgungseinheit
μονάδα
χαρακτηρισμού
maßgebende Einheit
νομισματική
μονάδα
είναι το ευρώ
1
die Währungseinheit ist ein Euro
ποσό της επιδότησης ανά
μονάδα
προϊόντος
Höhe der Subvention pro Einheit
προϊόν υψηλής κατά
µονάδα
αξίας
Erzeugnis mit hohem Einheitswert
τιμή ανά
μονάδα
μέτρησης
Preis je Maßeinheit
υποτίμηση ανά
μονάδα
Einheitsabschreibung
Get short URL