DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing μονάδα | all forms
GreekGerman
έσοδα του κατόχου της εκμετάλλευσης και της οικογένειάς του ανά μονάδα μη αμειβόμενης εργασίαςFamilienbetriebseinkommen je Einheit unbezahlter Arbeit
αναφερόμενη τιμή κατά μονάδαStücknotierung
αναφερόμενη τιμή κατά μονάδαStückkurs
αξία ανά μονάδαEinheitswert
απόδοση κατά μονάδαErträge je Einheit
διαφορική μονάδα ανταλλαγήςSwapsatz
εθνική νομισματική μονάδαnationale Währungseinheit
ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριοlot
ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριοSchlusseinheit
ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριοAnzahl
ελεγχόμενη μονάδαgeprüfte Stelle
ενιαία νομισματική μονάδαRechnungseinheit
ευρωπαϊκή λογιστική μονάδαEuropäische Rechnungseinheit
ευρωπαϊκή νομισματική μονάδαEuropäische Währungseinheit
ευρωπαϊκή νομισματική μονάδαEuropean Currency Unit
η αξία που αντιστοιχεί στην ισοτιμία σε σχέση προς τη λογιστική μονάδαder Pariwert gegenueber der Rechnungseinheit
καθαρή προστιθέμενη αξία σε τιμές συντελεστών παραγωγής ανά μονάδα εργασίαςBetriebseinkommen je Arbeitseinheit
κατά μονάδα αξία cifcif-Wert je Einheit
λογιστική μονάδαRechnungseinheit
λογιστική μονάδα ισοτιμίας σε χρυσόGoldparitaets-Rechnungseinheit
λογιστική μονάδα του προϋπολογισμούRechnungseinheit im Haushalt
λογιστική μονάδα των οργάνων των Ευρωπαϊκών ΚοινοτήτωνRechnungseinheit der Organe der Europäischen Gemeinschaften
μεγάλη λειτουργική μονάδαgroße operationelle Einheit
μετατοπισμένη παραγωγική μονάδαverlagerte Produkte
μικτή προστιθέμενη αξία ανά μονάδα γεωργικής εργασίαςBruttowertschöpfung pro landwirtschaftliche Arbeitseinheit
μονάδα έκτακτης ανάγκηςContingency-Modul
μονάδα έκφρασης χρηματικών ποσώνDenominationseinheit
μονάδα αγοραστικής ισοτιμίαςKaufkraftstandard
μονάδα αναφοράςReferenzeinheit
μονάδα ανθρώπινης εργασίαςArbeitskräfteeinheit
μονάδα ανθρώπινης εργασίαςArbeitskrafteinheit
μονάδα αντιμετώπισης χρηματοπιστωτικών κρίσεωνKrisenstab für den Finanzmarkt
Μονάδα αξιολόγησης χρηματοδοτήσεωνEinheit für die Evaluierung der Operationen
μονάδα βάσης swapSwapsatz
μονάδα δημιουργίαςSchaffungseinheit
μονάδα δημιουργίαςCreation Unit
μονάδα διαπραγμάτευσηςGeschäftseinheit
μονάδα διαπραγμάτευσηςgehandelte Einheit
μονάδα διαπραγμάτευσηςlot
μονάδα διαπραγμάτευσης"Runde Posten"
μονάδα διαπραγμάτευσηςSchlusseinheit
μονάδα διαπραγμάτευσηςAnzahl
μονάδα διαπραγμάτευσηςGröße eines runden Postens
μονάδα διαχείρισης του προϋπολογισμούfür die Haushaltsführung zuständiges Referat
μονάδα διοίκησης έργουProjektverwaltungseinheit
1 μονάδα εθνικού νομίσματος = ECUEcu-Wechselkursindex
1 μονάδα εθνικού νομίσματος = δολάρια ΗΠΑUSA-Dollar-Wechselkursindex
μονάδα ελέγχου κινδύνωνRisikoüberwachungseinheit
μονάδα εξαγωγικού προσανατολισµούexportorientierter Betrieb
μονάδα ετήσιας εργασίαςJahresarbeitseinheit
μονάδα ευρώEuro-Einheit
Μονάδα καταπολέμησης της παραχάραξης του ευρώEuro-Fälschungsbekämpfungsstelle
μονάδα με εξαγωγικό προσανατολισμόexportorientierter Betrieb
μονάδα οικογενειακής εργασίαςFamilienbetrieb
μονάδα προϊόντος EcometECOMET-Produkteinheit
μονάδα στην οποία είναι εκφρασμένη η νομισματική υποχρέωσηEinheit,in der die Geldschuld ausgedrückt ist
μονάδα τεχνικής υποστήριξηςAbteilung Technische Hilfe
μονάδα τυποποιημένης τροφοδοσίαςStromversorgungseinheit
μονάδα χαρακτηρισμούmaßgebende Einheit
νομισματική μονάδα είναι το ευρώ 1die Währungseinheit ist ein Euro
ποσό της επιδότησης ανά μονάδα προϊόντοςHöhe der Subvention pro Einheit
προϊόν υψηλής κατά µονάδα αξίαςErzeugnis mit hohem Einheitswert
τιμή ανά μονάδα μέτρησηςPreis je Maßeinheit
υποτίμηση ανά μονάδαEinheitsabschreibung