DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing μέτρο | all forms
GreekGerman
αναδιπλούμενο μέτροGliedermaßstab
αναδιπλούμενο μέτροGelenkmaßstab
εξάτμιση ανά τετραγωνικό μέτρο της θερμαινόμενης επιφάνειαςVerdampfung pro qm Heizfläche
εξάτμιση ανά τετραγωνικό μέτρο της θερμαινόμενης επιφάνειαςHeizflächenbeanspruchung
κάθετο μέτροNormalmodul
κοπή με τόρνο με μέτρο αναλογίαςVerzahnen durch Fraesen nach dem Teilverfahren
μέγιστο μέτρο οδόντωσηςgrößter Modul
μέτρο λειτουργίας οδοντώσεωςLauf-Modul
μέτρο οδοντώσεωςDurchmesserteilung
μέτρο οδοντώσεωςModul
μέτρο οδοντώσεωςDurchmesser-Teilung
μέτρο του εργαλείουWerkzeug-Modul
μετωπικό μέτροStirnmodul
πτυσσόμενο διπλό μέτροGliedermaßstab
πτυσσόμενο διπλό μέτροGelenkmaßstab
τόρνος με μέτρο αναλογίαςZahnformfraeser
τόρνος με μέτρο αναλογίαςModulfraeser