Greek | German |
ηλεκτρονικό κανάλι | elektronischer Kanal |
ηλεκτρονικό κανάλι | elektronische Spur |
θερμοκρασία εξόδου του αερίου από κανάλι | Kanal-Gasaustrittstemperatur |
θερμοκρασία εξόδου ψυκτικού από κανάλι | Kanal-Austrittstemperatur |
κανάλι ακουστικών συχνοτήτων | Niederfrequenzkanal |
κανάλι ακτινοβολήσεως | Strahlenkanal |
κανάλι ακτινοβολήσεως | Strahlrohr |
κανάλι ακτινοβολήσεως | Bestrahlungskanal |
κανάλι αποκοπής | Altwasserarm |
κανάλι διαροής | Umfuehrungskanal |
κανάλι διοχέτευσης λαδιού | Oelablaufrinne |
κανάλι εκτροπής | Umfuehrungskanal |
κανάλι λίπανσης | Schmierkanal |
κανάλι πυρηνικής αντιδράσεως | Reaktionsweg |
παροχή ψυκτικού ανά κανάλι | Kuehlmitteldurchsatz |
στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι | Ausgleichskanal |
στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι | Ausgleichsoeffnung |
στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι | Ausgleichsnut |
στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι | Ausgleichsbohrung |
ταχύτης στο κανάλι | Geschwindigkeit im Kanal |