DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing θέρμανση | all forms
GreekGerman
εκτόνωση τάσεων με τοπική θέρμανσηoertliches Entspannen
η θέρμανση ενδέχεται να προκαλέσει βίαιη καύση ή έκρηξηErwärmung kann zu heftiger Verbrennung oder Explosion führen
η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανσηZersetzung beim Erhitzen
η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανση,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάςZersetzung beim Erhitzen.Erhöhte Brandgefahr!
η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανση,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξηςZersetzung beim Erhitzen.Brand-und Explosionsgefahr!
η ουσία αποσυντίθεται με θέρμανση...Zersetzung beim Erhitzen
η ουσία αποσυντίθεται με θέρμανση...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάςZersetzung beim Erhitzen.Erhöhte Brandgefahr!
η ουσία...πολυμερίζεται με ελαφρά θέρμανση...polymerisiert bei Erhitzung
θέρμανση θα προκαλέσει αύξηση της πίεσης με κίνδυνο διάρρηξηςDruckerhöhung beim Erwärmen.Berstgefahr
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξηbeim Erwärmen explosionsfähig
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξηR5
κόλλα που ενεργοποιείται με θέρμανσηwarmabbindender Klebstoff
κόλλα που ενεργοποιείται με θέρμανσηSchmelzklebstoff
με θέρμανση παράγονται τοξικοί καπνοίbeim Erwärmen bilden sich toxische Gase
τοπική θέρμανσηörtliche Erhitzung
υδαρή υγρά απόβλητα από τη θέρμανση υαλοποιημένων αποβλήτωνTempern von verglasten Abfällen