DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing εποπτεία | all forms
GreekGerman
Εθνική επιτροπή εποπτείαςNationaler Kontrollausschuss
εξουσία εποπτείαςBefugnis zur Beaufsichtigung
επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτείαInspektion
επιτροπή εποπτείας των ουδέτερων εθνώνKontrollkommission der neutralen Staaten
λόγος προληπτικής εποπτείαςaufsichtsrechtlicher Grund
ολοκληρωμένη θαλάσσια εποπτείαIntegrierte Meeresüberwachung
Ομάδα εποπτείας της εφαρμογής των μεταβατικών μέτρων για την ενοποίηση της ΓερμανίαςGruppe "Weitere Durchführung der Übergangsmaßnahmen im Rahmen der Deutschen Einheit"
΄Οργανα νομικού ελέγχου και εποπτείαςSchlichtungs-und Kontrollorgane
πολιτική εποπτείαpolitische Aufsicht
τα όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείαςdie Leitungs-oder U erwachungsorgane
τμήμα επιθεώρησης και εποπτείαςAbteilung für Kontrollen und Überwachung
υπηρεσία διοργανικής εποπτείαςinterinstitutionelles Leitungsgremium