DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing δεξαμενόπλοιο | all forms
GreekGerman
δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο διπλού καταστρώματοςZwischendeck-Tanker
δεξαμενόπλοιο διπλού τοιχώματος' δεξαμενόπλοιο διπλού κύτουςZweihüllentanker
δεξαμενόπλοιο διπλού τοιχώματος' δεξαμενόπλοιο διπλού κύτουςDoppelhüllentanker
δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο πλοίοTankschiff
πετρελαιοφόρο/δεξαμενόπλοιοÖltanker