DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing βάση | all forms
GreekGerman
έδρανο με βάση στήριξηςStehlager
αρθρωτή βάση κινητήραMotorwippe
βάση ανυψωτήραunteres Förderende
βάση ανυψωτήραSchneckenfuß
βάση δίπλωσηςBiegegesenk
βάση εκτινασσόμενου καθίσματοςSchleudersitzwanne
βάση ζάνταςFelgenbett
βάση κυλίνδρουZylinderboden
βάση μηχανήςMaschinenbett
βάση πρόσδεσηςAufspannplatte
βάση πτερυγίουBlattwurzel
βάση στήριξηςStützfläche
βάση στηρίξεως αποσβεστήρα κρούσεωνPuffersockel
βάση στηρίξεως αποσβεστήρα κρούσεωνPuffer-Sockel
βάση στηρίξεως αποσβεστήρα κρούσεων από μορφοσίδηροPuffersockel aus Profilstahl
βάση στηρίξεως κινητήριας μηχανήςTriebwerkspodest
βάση στηρίξεως κινητήριας μηχανήςMaschinenpodest
βάση τοποθέτησηςHöhenuntergestell
διάταξη ελέγχου εκκίνησης με βάση τη διαφορική πίεση p2-p1Anlassvorrichtung durch Differenzdruck p2-p1
ζάντα με επίπεδη βάσηFlachbettfelge
κάθετο διατρητικό μηχάνημα με σταθερή βάσηWaagerecht-Ausbohrmaschine mit festem Staender
κιβωτοειδής βάσηKastenfuß
λίπανση με βάση τα τριχοειδήDochtschmierung
μηχανισμός στη βάση του πύργουMaschinensatz am Fuss der Anlage
οριζόντιο διατρητικό μηχάνημα με κινητή βάσηWaagerecht-Ausbohrmaschine mit beweglichem Staender
παλέτα με μία βάσηnicht umkehrbare Palette
παξιμάδι με πατούρα στη βάση τουBundmutter
περικόχλιο με πατούρα στη βάση τουBundmutter
περικόχλιο με σταθερή βάσηAnnietmutter
περιστρεφόμενη βάσηmitlaufende Körnerspitze
στρεφόμενη βάσηLyra
στρεφόμενη βάσηLeier